λιπυρία

From LSJ
Revision as of 09:31, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπῠρία Medium diacritics: λιπυρία Low diacritics: λιπυρία Capitals: ΛΙΠΥΡΙΑ
Transliteration A: lipyría Transliteration B: lipyria Transliteration C: lipyria Beta Code: lipuri/a

English (LSJ)

Ion. λιπυρίη, ἡ, for λιποπυρία,
A a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also λιπύριον, τό, Id.Morb.2.51:—hence λιπυρίας, ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπυρικός (leg. λιπυρικός), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; λιπυριώδης, ες, of the nature of λιπυρία, πυρετός Id.Ep.21.

Greek (Liddell-Scott)

λιπυρία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἀντὶ λιπο-πυρία, κακοήθης τις διαλείπων πυρετός, Ἱππ. 53. 15 κἑξ., 467. 10· οὕτω λιπύριον, τό, αὐτόθι 479. 20· ― ἀλλὰ παρὰ Γαλην., Ἀετ., κλ., λιπυρίας ἢ λειπυρίας (ἐξυπ. πυρετός), ὁ· ― ἐπίθ. λειπυρικός, (γραπτέον λιπυρικός), ή, όν, ὡς τὸ λιπυρία, Ἱππ. 134Ε· λιπυριώδης, ες, (εἶδος) ἐκ τῆς φύσεως τῆς λιπυρίας, τοῦ πυρετοῦ, ὁ αὐτ. 1288. 19.

Greek Monolingual

λιπυρία και λειπυρία, ιων. τ. λιπυρίη, ἡ (Α)
κακοήθης διαλείπων πυρετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπο-πυρία (< λιπο- + πυρία [< -πυρος < πῦρ]), εμπυρία. Η σίγηση του -πο- με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς < αμφορεύς)].