ἐρίτιμος

From LSJ
Revision as of 07:30, 29 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Subst." to "as substantive")

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίτῑμος Medium diacritics: ἐρίτιμος Low diacritics: ερίτιμος Capitals: ΕΡΙΤΙΜΟΣ
Transliteration A: erítimos Transliteration B: eritimos Transliteration C: eritimos Beta Code: e)ri/timos

English (LSJ)

ον, A highly-prized, precious, of gold, Il.9.126; of the Aegis, 2.447; τρίποδες h.Ap.443, Ar.Eq.1016; of persons, Man.3.324; Μοῖραι dub. cj. in Epigr.Gr. 248.9; in later Prose, φιλοσοφία Them.Or.2.54d; iron., δουλείη IG 14.1363. II as substantive, a fish, prob. a kind of sardine, Dorio and Epaenet. ap. Ath.7.328f, Diph.Siph.ib.355f, PLips.92.3 [Arch.Pap.4.482] (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1031] ἡ, ein Fisch, bei Ath. VII, 328 f. sehr geschätzt, köstlich, χρυσός Il. 9, 126, αἰγίς 2, 447; τρίποδες Ar. Equ. 1016; sp. D.; von Personen nie gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίτῑμος: -ον, πολύτιμος, ἐπὶ χρυσοῦ, οὐ δέ κεν ἀκτήμων ἐριτίμοιο χρυσοῖο Ἰλ. Ι. 126· ἐπὶ τῆς αἰγίδος, αἰγίδ’ ἔχουσ’ ἐρίτιμον ἀγήρων ἀθανάτων τε Β. 447· τριπόδων ἐριτίμων Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 443, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1016· - ἐπὶ προσώπων, Μανέθων 3. 324, Θεμίστ. 54D· Μοῖραι Συλλ. Ἐπιγρ. 3982. 13. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἰχθύς τις, πιθ. εἶδος τι σάρδης, σαρδέλλας, χαλκίδας ἅς καλοῦσι καὶ σαρδίνους, ἐριτίμους Ἀθην. 328F, 355F. ἴδε σημείωσ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαλην. σ. 167, κἑξ. - Ἐπιρρ., ἐριτίμως, Ν. Χων. σ. 299. 8 (ἔκδ. Β.), Μ. Φιλῆς τ. Α΄, Σ. 15 (ἔκδ. Mil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un très haut prix, très précieux.
Étymologie: ἐρι-, τιμή.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιότιμος, επίτιμος].

Greek Monotonic

ἐρίτῑμος: -ον (τιμή), βαρύτιμος, πολύτιμος, ακριβός, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίτῑμος: высоко ценящийся, драгоценный (χρυσός, αἰγίς Hom.; τρίποδες HH, Arph.).

Middle Liddell

ἐρί-τῑμος, ον τιμή
highly-prized, precious, Il., Ar.