τοιχωρύχος
English (LSJ)
(parox.), ὁ, (τοῖχος, ὀρύσσω) A one who digs through the wall, i.e. housebreaker, burglar, sometimes as term of abuse, Ar.Nu.1327, Ra.773, Pl.204, Amips.24, etc.; τ. καὶ ἱερόσυλοι Pl.Lg.831e: as adjective, of things, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον rascally, Diph. 3.1.
German (Pape)
[Seite 1125] ὁ, der die Wand durchbricht, in ein Haus einbricht u. stiehlt, übh. ein Spitzbube, Schelm, Betrüger; Ar. Nub. 1309 Plut. 204 u. öfter; καὶ ἱερόσυλοι, Plat. Legg. VIII, 831 e; Sp., wie Pol. 13, 6, 4.
Greek (Liddell-Scott)
τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ, (ὀρύσσω) ὁ διορύττων τοῖχον, ὁ λαθραίως καὶ διὰ διορύξεως τοῦ τοίχου εἰσερχόμενος εἰς ξένην οἰκίαν, κλέπτης, Ἀριστοφ. Νεφ. 1327, Βάτρ. 773, Πλ. 204, κ. ἀλλ.· τ. καὶ ἱερόσυλοι Πλάτ. Νομ. 831Ε· ἐπὶ πραγμάτων, ὦ τοιχωρύχον λαγύνιον, ἄθλιον, ἐλεεινόν, Δίφιλος ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Β΄, σ. 308.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui perce un mur pour s’introduire dans une maison et voler ; voleur.
Étymologie: τοῖχος, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. αυτός που εισέρχεται παράνομα σε ένα κτήριο διατρυπώντας τους τοίχους
2. συνεκδ. διαρρήκτης, λωποδύτης
αρχ.
ως επίθ. (για πράγμ.) άθλιος, ελεεινός («τοιχωρύχον λαγύνιον», Δίφιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
τοιχωρύχος: [ῠ], ὁ (ὀρύσσω), αυτός που διορύττει τοίχο για να εισέλθει σε ξένο σπίτι, ληστής, κλέφτης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τοιχωρύχος: ὁ взломщик, громила Arph., Plat., Polyb.
Middle Liddell
τοιχ-ωρῠ́χος, ὁ, ὀρύσσω
one who digs through the wall, i. e. a housebreaker, burglar, robber, Ar.