ἄητος

Revision as of 14:00, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

English (LSJ)

(A) ὁ, A = ἀετός, the constellation Aquila, Arat.315.
ἄητος (B), ον, only in phrase A θάρσος ἄητον Il.21.395 (=θάρσος ἄᾱτον Q.S.1.217); also ἄητοι; ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, and ἀήτους· μεγάλας (A.Fr.3), Hsch. ἄητος (C) ·ὁ ἀκατάπαυστος, Hdn Gr.1.220; perhaps insatiate (ἄω); cf. αἴητος.

German (Pape)

[Seite 45] Hom. einmal, Iliad. 21, 395 θάρσος ἄητον, vielleicht verw. mit ἄημι, oder mit ἅζομαι, ἄγαμαι, erstaunlich, oder stürmisch; vgl. αἴητον; nach Hesych. auch von Aesch. Atham. frg. 2 für μέγας gebraucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἄητος: -ον, παλαιοτάτη λέξις ἀπαντῶσα μόνον ἐν τῇ φράσει θάρσος ἄητον, Ἰλ. Φ. 395 (γράφεται θάρσος ἄᾱτον, ἐν Κόϊντ. Σμ. 1. 217)· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡσαύτως καὶ ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 2) ὑπὸ Ἡσύχ. ἀήτους μεγάλας· ― πιθανῶς ἐκ τοῦ ἄημι, μετὰ τῆς σημασίας θυελλώδης, ἄγριος, τρομερός, ὡς τὸ αἴητος· ἀλλὰ πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λέξ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
impétueux, terrible.
Étymologie: ἄημι.

English (Autenrieth)

word of doubtful meaning, stormy, impetuous (if from ἄημι); ἄητον θάρσος, Il. 21.395†.

Spanish (DGE)

v. 1 ἄατος.

Greek Monotonic

ἄητος: -ον (ἄημι), θυελλώδης, άγριος, σφοδρός· θάρσος ἄητον, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄητος: бурный, порывистый, стремительный (θάρσος Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncertain; θάρσος ἄητον Φ 395 (θ. ἄατον Q. S. 1, 217).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Cf. H. ἄητοι ἀκόρεστοι, ἄπληστοι; ἀήτους μεγάλας. Αἰσχύλος Ἀθάμαντι. Hdn. Gr. 1,220 ἄητος ὁ ἀκατάπαυστος. The first explanation connects the word with ἄμεναι, ἆσαι; it would then differ from ἄατος, ἆτος through the long vowel (which is not probable). Perhaps the same word as αἴητος (πέλωρ αἴητον Σ 410 said of Hephaistos). If so, the variation α\/αι might point to a substr. word (metrical lengthening is improbable, α < αι impossible); FUR 253 (but his connection with ἀήσυλος is quite uncertain). Palmer, Interpretation 339 connects the word said of Hephaistos with Myc. ajameno as artist; improbable. Not to ἄημι, LfgrE. S. Sabbadini Riv. studi class. 15 (1967) 78-84.
See also: ἆσαι satiate

Middle Liddell

ἄημι?]
stormy, furious, θάρσος ἄητον Il.

Frisk Etymology German

ἄητος: in θάρσος ἄητον Φ 395 (θ. ἄατον Q. S. 1, 217).
{áētos}
Etymology : Vgl. H. ἄητοι· ἀκόρεστοι, ἄπληστοι, ἀήτους· μεγάλας. Hdn. Gr. 1,220 ἄητος·ἀκατάπαυστος. Die Erklärung durch ἀκόρεστοι, ἄπληστοι läßt auf Assoziation mit ἄμεναι, ἆσαι schließen; von ἄατος, ἆτος unterscheidet sich ἄητος somit durch die (sekundäre?) Verlängerung des Vokals. Vgl. auch αἴητος.
Page 1,27