ἐπιείσομαι

From LSJ
Revision as of 14:05, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "perh." to "perhaps")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιείσομαι Medium diacritics: ἐπιείσομαι Low diacritics: επιείσομαι Capitals: ΕΠΙΕΙΣΟΜΑΙ
Transliteration A: epieísomai Transliteration B: epieisomai Transliteration C: epieisomai Beta Code: e)piei/somai

English (LSJ)

ἐπιεισάμενος, only fut. and aor., A rush, hasten to or against, τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι, ὅν κε κιχείω Il.11.367; ἀγροὺς ἐπιείσομαι ἠδὲ βοτῆρας Od.15.504; ἐπιεισαμένη πρὸς στήθεα χειρὶ παχείῃ ἤλασε Il.21.424 (v.l. ἐπερεισαμένη). (Cf. ε'ἴσομαι ΙΙ: perhaps fut. and aor. of (ἐπι-) (ϝ) ίεμαι.)

French (Bailly abrégé)

fut. épq. de ἔπειμι² (ou de ἐπί, ἵεμαι LSJ, v. ἐφίημι).

English (Autenrieth)

see ἔπειμ Od. 9.2.

Greek Monolingual

ἐπιείσομαι (Α)
1. ορμώ, σπεύδω («τοὺς ἄλλους ἐπιείσομαι ὅν κε κιχείω», Ομ. Ιλ.)
2. επισκέπτομαι («ἀγρούς ἐπιείσομαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + είσομαι «σπεύδω», τ. που θεωρείται μέλλ. του ίεμαι «επιθυμώ»].

Greek Monotonic

ἐπιείσομαι: μέλ. του ἔπειμι (εἶμι ibo)· -ἐπιεισάμενος, μτχ. αορ. αʹ

Russian (Dvoretsky)

ἐπιείσομαι: эп. fut. к ἔπειμι II.

Frisk Etymological English

See also: s. 1. εἴσομαι.

Frisk Etymology German

ἐπιείσομαι: {epi-eísomai}
Forms: Fut.
Grammar: v.
Meaning: werde verfolgen
See also: s. 1. εἴσομαι.
Page 1,536