περισκεπάζω

From LSJ
Revision as of 11:25, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισκεπάζω Medium diacritics: περισκεπάζω Low diacritics: περισκεπάζω Capitals: ΠΕΡΙΣΚΕΠΑΖΩ
Transliteration A: periskepázō Transliteration B: periskepazō Transliteration C: periskepazo Beta Code: periskepa/zw

English (LSJ)

A cover, screen all round, βύσσῳ τι AP5.103 (Marc. Arg.), cf. Gp.2.4.2 :—Pass., Thphr.HP4.5.3, Dsc.2.76. -ής, ές, (σκέπας) covered all round, ὄρος θάμνοισι π. Call.Jov.11; οἶκοι Moschio Trag.7.27: metaph., λόγος π. ἑτέρῳ κόσμῳ, of a myth, Max.Tyr.10.5 (s.v.l.). II covering or screening all round, πύργοι Call.Del.23; [ὥρα] τῷ ἀέρι περισκεπής (fort. -σκελής) Thphr.HP7.1.4.

German (Pape)

[Seite 591] ringsum bedecken, verdecken, beschützen, βύσσῳ, M. Arg. 3 (V, 104).

Greek (Liddell-Scott)

περισκεπάζω: περικαλύπτω, σκεπάζω ὁλόγυρα, βύσσῳ τι Ἀνθ. Π. 5. 104· ― Παθ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 5, 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἀμφεκάλυψεν· περιεσκέπασεν». ΙΙ. περιβάλλω, ῥάκος Μοσχίων π. Γυναικ. Παθ. 32. 6.

Greek Monolingual

ΜΑ
σκεπάζω κάτι ολόγυρα, περικαλύπτω, προστατεύω, προφυλάσσω («περισκεπασάτω τὸ ἀγγεῑον», Γεωπ.).

Russian (Dvoretsky)

περισκεπάζω: кругом покрывать (βύσσῳ τι Anth.).