αὐτογενής

From LSJ
Revision as of 11:30, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτογενής Medium diacritics: αὐτογενής Low diacritics: αυτογενής Capitals: ΑΥΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: autogenḗs Transliteration B: autogenēs Transliteration C: aftogenis Beta Code: au)togenh/s

English (LSJ)

ές, A self-produced, δαίμων v.l. in Herm. ap. Stob.1.49.44, cf. Ph.1.618, Max.Tyr.16.6, Procl. in Prm.p.893 S., Orph.Fr. 245.8. 2 αὐτογενές, τό = νάρκισσος, Ps.-Dsc.4.158; ὀστοῦν αὐτογενές = κολοκυνθίς, ib.176. II sprung from the same stock, kindred, A. Supp.8 (cj. Bamberger for αὐτογένητον).

German (Pape)

[Seite 396] αὐτογενής, ές,
1) von, aus sich selbst geboren, unerschaffen, Sp.
2) von denselben Eltern geboren, Aesch. Suppl. 8, wo Wellauer αὐτογένητος liest, in derselben Bdtg

Greek (Liddell-Scott)

αὐτογενής: -ές, ἀφ’ ἑαυτοῦ γεννηθείς, αὐτογέννητος, δαίμων Στοβ. Ἐκλογ. 1. 972· - φυσικός, ἔμφυτος, αἰδὼς Χριστοδ. Ἔκφρ. 339. ΙΙ. ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους γεννηθείς, συγγενής, αὐτογενεῖ φυξανορίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκ. 9 κατὰ Bamberger ἀντὶ τοῦ αὐτογένητον φυλαξάνοραν τῶν χειρογράφων. Ὁ Paley ἑρμηνεύει τὸ χωρίον: «τῇ ἑκουσίᾳ ἡμῶν ἀποχωρήσει ἀπὸ συζυγίας μετ’ ἀνδρός»· ἀλλ’ ἴδε Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 430.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né des mêmes parents.
Étymologie: αὐτός, γένος.

Spanish (DGE)

-ές
I 1congénito φυξανορία A.Supp.8.
2 originado o existente por sí mismo συνοχή Philol.B 23, κόσμοιο ἄναξ Orph.Fr.245.8, δαίμων Herm. en Stob.1.49.44, φύσις Ph.1.618, ψυχῆς εὕρεσις, αὐ. τις οὖσα Max.Tyr.10.6, τὸ ἐν ἑαυτῷ ὄν Procl.in Prm.1146
frec. en lit. crist., de Dios, Didym.Trin.2.1.1, del eón de los gnósticos, Hippol.Haer.5.7.9, Thdt.M.83.364A.
II subst. τὸ αὐτογενές bot. narciso, Narcissus poeticus L., Ps.Dsc.4.158, Ps.Apul.Herb.55.6
coloquíntida, tuera, Citrullus colocynthis (L.) Schrader, Ps.Dsc.4.176.

Greek Monolingual

αὐτογενής, -ές (AM)
αυτός που δεν οφείλει τη γένεσή του ή την κατασκευή του σε άλλον
αρχ.
1. συγγενής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐτογενές
ο νάρκισσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -γενής < γένος < γίγνομαι (πρβλ. αυθιγενής, πυρογενής, υστερογενής κ.ά.)].

Russian (Dvoretsky)

αὐτογενής:
1) рожденный от тех же родителей, близкий по крови Aesch.;
2) врожденный (αἰδώς τινι Anth.).