τρύγγας

From LSJ
Revision as of 12:05, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγγας Medium diacritics: τρύγγας Low diacritics: τρύγγας Capitals: ΤΡΥΓΓΑΣ
Transliteration A: trýngas Transliteration B: tryngas Transliteration C: tryggas Beta Code: tru/ggas

English (LSJ)

ὁ, v.l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.

Russian (Dvoretsky)

τρύγγας: ὁ тринг (вид неизвестного нам животного, v.l. к πύγαργος) Arst.