ἀπευνάζω
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
A lull to sleep, ἀπευνασθέντος κακοῦ (ἀπ' εὐνασθέντος κ. cod. L) S.Tr.1242.
German (Pape)
[Seite 289] zur Ruhe bringen, lindern, κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. Tr. 1232, Schol. καταπραϋνθέντος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπευνάζω: κατευνάζω, καταπραΰνω, κοιμίζω, ἀπευνασθέντος κακοῦ (Dind. ἀπ’ εὐνασθέντος κ) Σοφ. Τρ. 1242, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
part. ao. Pass. ἀπευνασθείς;
bercer, adoucir.
Étymologie: ἀπό, εὐνάζω.
Greek Monolingual
ἀπευνάζω (Α)
κατευνάζω, καταπραύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ευνάζω < ευνή «κρεβάτι»].
Greek Monotonic
ἀπευνάζω: μέλ. -σω, νανουρίζω κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπευνάζω: досл. усыплять, перен. унимать (κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. - v.l. ἀπ᾽ εὐνασθέντος).