ἐΰς

From LSJ
Revision as of 19:00, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται → Vitam dissociat mentiens calumnia → Verlogene Verleumdung bringt dem Leben Schmach

Menander, Monostichoi, 553
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΰς Medium diacritics: ἐΰς Low diacritics: εύς Capitals: ΕΥΣ
Transliteration A: eǘs Transliteration B: eus Transliteration C: eys Beta Code: e)u/+s

English (LSJ)

ὁ (v. εὖ), A good, brave, noble, Ep. word freq. in nom., ἐῒς πάϊς Ἀγχίσαο Il.2.819, etc.; once in acc. ἐΰν 8.303; neut. always ἠΰ (v. ἠΰς) (εὖ only as Adv.): irreg. gen. sg. ἐῆος, παιδὸς ἐῆος 1.393; υἷος ἐῆος 15.138, 24.422,550; ἀνδρὸς ἐῆος 19.342; φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἐῆος Od.14.505; always at end of verse (exc. in Od.15.450): freq. with v.l. ἑοῖο, as Il.18.71: irreg. gen. pl. ἐάων good things, good fortune, 24.528; θεοὶ δωτῆρες ἐάων Od.8.325; δῶτορ ἐάων ib. 335, h.Hom.18.12, 29.8, cf. Hes.Th.46,III. ((I) ἐῆος: for this form Zenod. read ἑοῖο; but ἐῆος( = ἀγαθοῦ, Sch.Il.15.138) became, like ἐσθλός (v. ἐσθλός 1.3) and φίλος, almost a possess. Pron. of 1st, 2nd, and 3rd pers., and may be retained. Some Gramm. wrongly took εηος to be a form of ἑός ('his') and conversely gave to ἑός ('his') the signf. 'good' (Anon. ap. A.D.Synt.156.1, EM307.33,318.1): hence the erroneous forms ἑῆος, ἑάων (but ἐΰς rightly), Lex. de Spir.pp.194,196, 198, freq. in codd. The reading ἐῆος (ἑῆος) is well attested only where a substituted ἑοῖο would have had to mean my or thy: where the reference is to the 3rd pers. we find υἷος ἑοῖο, πατρὸς ἑοῖο, παιδὸς ἑοῖο almost without v.l., Il.13.522, al. (v.l. ἑῆος Il.14.9, 18.71, 138). (2) The origin of the forms ἐῆος ἐάων and the variation ἐϋ-: ἠϋ- are obscure: ἐάων perhaps had ϝ-, Il.24.528.)

German (Pape)

[Seite 1096] ἐΰ, gut, wacker, edel; Hom. im nom., ἐϋς παῖς Ἀγχίσαο Il. 2, 819, öfter, wie Hes. O. 50; acc., ἐΰν τ' ἔμεν ἀφνειόν τε, Od. 18, 127, wie Il. 8, 303; das neutr., nur adv., s. εὖ u. auch ἠΰς. Als gen. gehören hierher – a) ἐῆος, was offenbar gut, edel heißt, Od. 14, 505 φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἐῆος, wie 15, 449, Il. 19, 342 πάμπαν ἀποίχεαι ἀνδρὸς ἐῆος, wo Zenod. falsch ἑοῖο lesen wollte; vgl. Ap. Rh. 1, 225. So ist es auch in den fünf anderen Stellen der Il. zu nehmen, περίσχεο παιδὸς ἐῆος 1, 393, wie 15, 138, wo es wie 24, 422. 450 des guten Sohnes, für deines Sohnes heißt, u. κάρη λάβε παιδὸς ἐῆος 18, 71, des guten Sohnes Haupt, nicht einfach ihres Sohnes, wie oft φίλος nachdrücklicher für das pron. poss. gebraucht wird, so daß also nicht an ἑῆος (wie Bekker überall schreibt) als unregelmäßigen gen. von ἑός zu denken ist. Vgl. Buttm. Lezil. I p. 85 ff. – b) ἐαων (wie für ἐήων, Bekk. auch ἑάων), die guten Dinge, Güter; δώρων ἐἀων, den κακῶν entgeggstzt, Il. 24, 528; θεοὶ δωτῆρες ἐάων, die Geber des Guten, Od. 8, 325; δῶτορ ἐάων ibd. 335. Vgl. Hes. Ih. 45. 111 H. h. 18, 12. 29, 8 Call. Iov. 91, immer von den Göttern. Alte Gramm. nahmen den nom. ἐά, ἀγαθά dazu an u. verglichen, wie Apoll. L. H., den gen. κυανεάων.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΰς: ὁ, (ἴδε εὖ) ἀγαθός, γενναῖος, εὐγενής, ἀρχαία Ἐπικ. λέξ. ἐν συχνῇ χρήσει παρ᾿ Ὁμ. κατ᾿ ὀνομ., ἐῢς παῖς Ἀγχίσαο Ἰλ. Β. 819, κτλ.· ἅπαξ κατ᾿ αἰτιατ., υἱὸν ἐῢν Πριάμοιο Θ. 303· τὸ οὐδέτερον εἶναι ἀείποτε ἠῢ (ἴδε ἠΰς), διότι τὸ εὖ εἶναι ἐν χρήσει μόνον ὡς Ἐπίρρ.: ― ἀνώμ. γεν. ἑνικ. ἐῆος (ὑποτιθεμένη ὑπό τινων ὡς Ἐπικ. τύπος τοῦ ἔο, sui, ἴδε Βουττμ. Λεξ. ἐν λ., ὅστις δὲν παραδέχεται τὴν ἰδέαν ταύτην· ἐν ταῖς νεωτάταις ἐν τούτοις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται ἑῆος, μετὰ δασέος πνεύματος, ἔν τισι δὲ καὶ ἑῆο κατὰ Ζηνόδοτον), παιδὸς ἑῆος Ἰλ. Α. 393 παιδὸς ἑοῖο Σ. 71· χόλον υἷος ἑῆος (ἑοῖο Leaf) Ο. 138, Ω. 422, 550· ἀείποτε ἐν τέλει στίχου (πλὴν ἐν Ὀδ. Ο. 450). ― γεν. πληθ. ἑάων (ὡς εἰ ὑπῆρχε θηλ. ὀνομ. ἑνικ. ἑὰ ἢ ἐά), ἕτερος δὲ τ’ ἑάων, ἕτερος δὲ (πίθος) ἀγαθῶν, Ἰλ. Ω. 528· θεοί, δωτῆρες ἑάων Ὀδ. Θ. 325· Ἑρμεία… διάκτορε, δῶτορ ἑάων αὐτόθι 335, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. 17. 12., 29. 8, Ἡσ. Θ. 46. 111.

French (Bailly abrégé)

1 adj. (aux formes suiv. : nom. masc. ἐΰς, épq. ἠΰς, neutre ἠΰ ; gén. ion. ἑῆος (avec chang. d’aspir.) ; acc. masc. ἐΰν, neutre ἠΰ) bon, grave, noble;
2 subst. au gén. pl. épq. ἐάων sel. d’autres ἑάων biens, richesses, faveurs.
Étymologie: R. Ἐς, être ; le gén. ἑῆος se rattache à un subst. *ἑεύς de *ἐσεύς = lat. erus « maître, seigneur ».

Greek Monotonic

ἐΰς: ὁ, αιτ. ἐΰν· Επικ. ουδ. ἠΰ (το εὖ χρησιμ. μόνο ως επίρρ.)· Επικ. γεν. ἐῆος, πληθ. ἐάων (βλ. εὖ)· αγαθός, γενναίος, ευγενής, σε Όμηρ.· Επικ. γεν. πληθ., ἐάων, λέγεται για καλά πράγματα, για αγαθά, για καλή τύχη, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐΰς: n ἐΰ, эп.-ион. тж. ἠΰς, n ἠΰ (эп. gen. ἐῆος и *ἑῆος, acc. ἐΰν и ἠΰν, ἠΰ, gen. pl. n ἐάων и ἑάων с ᾱ) славный, доблестный (παῖς Ἀγχίσαο, ἀνήρ Hom.; παῖς Ἰαπετοῖο Hes.). - см. тж. ἐάων.