ἡσύχιμος

From LSJ
Revision as of 19:03, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχιμος Medium diacritics: ἡσύχιμος Low diacritics: ησύχιμος Capitals: ΗΣΥΧΙΜΟΣ
Transliteration A: hēsýchimos Transliteration B: hēsychimos Transliteration C: isychimos Beta Code: h(su/ximos

English (LSJ)

Dor. ἁσύχιμος (v.l. ἡσ-), ον, A = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, dor. ἁσύχιμος ἁμέρα Pind. Ol. 2, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἁμέρα Πίνδ. Ο. 2. 58.

English (Slater)

ἡςῠχῐμος, -ον
   1 peaceful οὐδ' ἡσύχιμον ἁμέραν ὁπότε παῖδ ἀελίου ἀτειρεῖ σὺν ἀγαθῷ τελευτάσομεν (Mommsen: ἁσύχιμον codd.) (O. 2.32)

Greek Monolingual

ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, -ον (Α)
ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του ήσυχος].

Greek Monotonic

ἡσύχιμος: Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσύχιμος: дор. ἁσύχιμος 2 (ᾱσῠ) Pind. = ἡσύχιος.

Middle Liddell

= ἥσυχος, Pind.