πράσο
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
το / πράσον, ΝΑ
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία του, κατά τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, διετούς ποώδους φυτού Αllium porrum, που ανήκει στην οικογένεια λιλιίδες και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και του οποίου ο χυμός είναι διουρητικός ενώ το μαλακτικό σιρόπι του είναι αντιβηχικό φάρμακο
νεοελλ.
φρ. «τον έπιασαν στα πράσα» — τον έπιασαν επ' αυτοφόρω τη στιγμή που έκανε κάτι (συνήθως κακό)
αρχ.
1. βοτ. θαλάσσιο φυτό που απαντά στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό
2. παροιμ. φρ. «φύλλῳ πράσου τὸ τῶν ἐρώντων συνδέεται βαλάντιον» — το βαλάντιο, η τσέπη, τών ερωτιάρηδων συνδέεται με ένα πρασόφυλλο (Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκειται για δάνειο μεσογειακής προέλευσης, παράλληλο με το λατ. porrum «πράσο». Η αναγωγή του ελλ. πράσον και του λατ. porrum σε ΙΕ τ. prsom προσκρούει σε μορφολογικά προβλήματα, όπως είναι η διατήρηση του ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. δασύς και λατ. densus)].
Translations
Abkhaz: апрасқьиа; Afrikaans: prei; Albanian: preshi, presh; Arabic: كُرَّاث; Egyptian Arabic: كرات; Hijazi Arabic: كُرَّاث; Armenian: պրաս; Middle Armenian: քուռաթ; Old Armenian: պրաս; Aromanian: prash; Asturian: puerru; Basque: porru; Bats: პრას; Bulgarian: праз; Catalan: porro; Chinese Mandarin: 韭蔥, 韭葱; Classical Nahuatl: huēyi caxtīllān xonacatl; Czech: pórek, pór zahradní; Danish: porre; Daur: sors; Dutch: prei, porrei; Esperanto: poreo; Ewe: agumetaku; Faroese: purra; Finnish: purjo, purjosipuli; French: poireau, porrée, porreau, poirée, poirette, asperge du pauvre; Galician: porro, allo porro; Georgian: პრასი, პრასა; German: Porree, Lauch, Breitlauch, Winterlauch; Greek: πράσο; Ancient Greek: πράσον; Haitian Creole: powo; Hawaiian: leka; Hebrew: כרישה; Hindi: गंदना; Hungarian: póréhagyma, póré; Icelandic: blaðlaukur, púrra, púrrulaukur; Ido: porelo; Indonesian: prei; Irish: cainneann; Old Irish: cainnenn; Italian: porro; Japanese: 葱; Khmer: ខ្ទឹមស្លឹក, ស្លឹកខ្ទឹម; Korean: 파; Kurdish Central Kurdish: کەوەری فەرەنگی; Northern Kurdish: qurad, kurat; Ladino: prasa; Latin: porrum, ulpicum; Latvian: puravs; Laz: პრასკჲა; Low German: Porree; Luxembourgish: Porrett; Macedonian: праз; Maltese: kurrata; Maori: riki; Mongolian: жууцай; Norman: pouothé; Norwegian: purre, purreløk; Occitan: pòrre; Ojibwe: zhigaagawanzh; Old Church Slavonic: прасъ, празъ; Old English: lēac; Papiamentu: siboyo largu; Persian: ترهفرنگی; Plautdietsch: Luak; Polish: por; Portuguese: porro, alho-porro, alho-poró, alho-francês; Proto-Norse: ᛚᚨᚢᚲᚨᛉ; Romanian: praz; Russian: лук-порей, порей; Scottish Gaelic: creamh-gàrraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: пoрилук, празилук, праса; Roman: poriluk, praziluk, prasa; Slovak: pór; Slovene: por, pôr; Spanish: puerro, porro, poro; Swedish: purjolök; Tagalog: kutsay; Thai: กระเทียมต้น; Tibetan: སྙུག་ཚོང; Turkish: pırasa; Ukrainian: цибуля-порей, порей; Urdu: کراث; Vietnamese: tỏi tây; Walloon: porete, porea, poret; Welsh: cenhinen; Yiddish: פּאָרע-ציבעלע