ὁμόζυγος

From LSJ
Revision as of 09:31, 29 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "neut. pl. as Adv." to "neuter plural as adverb")

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόζῠγος Medium diacritics: ὁμόζυγος Low diacritics: ομόζυγος Capitals: ΟΜΟΖΥΓΟΣ
Transliteration A: homózygos Transliteration B: homozygos Transliteration C: omozygos Beta Code: o(mo/zugos

English (LSJ)

ον, A yoked together, ἵππος Plu.2.1008d : metaph., στοιχεῖον, i.e. consonant, Nonn.D.41.381; neuter plural as adverb, ὁμόζυγα λατρεύοντας Man.4.602. 2 in the same row, Ascl.Tact.2.4. II corresponding, τὸ ὁ. κῶλον the corresponding limb (on the other side), Hp.Off.16, cf. Gal.18(1).369; ὁμώνυμα καὶ ὁ. [μέρεα], e.g. eyes, hands, feet, Aret. SD1.7.

German (Pape)

[Seite 334] zusammengejocht, zusammengespannt mit einem Andern, zunächst von zwei in dasselbe Joch gespannten Zugthieren, u. übertr. = verbunden, zusammenpassend, übereinstimmend; Schol. Lycophr. 1114; Maneth. 4, 602; Nonn. D. 9, 122.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόζῠγος: -ον, ὁμοῦ ἐζευγμένος, ἵππος Πλούτ. 2. 1008D· καθόλου, ὁμοῦ δεδεμένος, συνεζευγμένος, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 746. ΙΙ. μεταφορ., σύμφωνος, ὁμόγνωμος, Ἐκκλ.· ὁμώνυμα καὶ ὁμ., ὁμογενῆ, Ἀρετ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 1. 7· ― οὐδ. πληθ., ὡς Ἐπίρρ., Μανέθων 4. 602.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
attelé ensemble.
Étymologie: ὁμός, ζυγός.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόζυγος, -ον)
1. (για υποζύγια) αυτός που έχει ζευχθεί με κάποιον άλλο, αυτός που βρίσκεται κάτω από τον ίδιο ζυγό με άλλον («ὁμόζυγος ἵππος», Πλούτ.)
2. σύζυγος
νεοελλ.
βιολ. το αρσ. ως ουσ. ο ομόζυγος
ομοζυγώτης
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται στον ίδιο στίχο, στην ίδια σειρά
2. αντίστοιχος («τὸ ὁμόζυγον κῶλον», Ιπποκρ.)
3. (η αιτ. του ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμόζυγα
από κοινού, σύμφωνα («ὁμόζυγα λατρεύοντες», Μαν.)
4. φρ. α) «όμόζυγον στοιχεῖον» — στοιχείο που έχει τον ίδιο ήχο
β) «ὁμώνυμα καὶ ὁμόζυγα» — λεγόταν για τους οφθαλμούς, τα αφτιά και τα χέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ισό-ζυγος. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homozygous].

Russian (Dvoretsky)

ὁμόζῠγος: Plut. = ὁμόζυξ.