δειλινός

From LSJ
Revision as of 17:20, 30 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειλινός Medium diacritics: δειλινός Low diacritics: δειλινός Capitals: ΔΕΙΛΙΝΟΣ
Transliteration A: deilinós Transliteration B: deilinos Transliteration C: deilinos Beta Code: deilino/s

English (LSJ)

ή, όν, (δείλη) A = δειελινός, in the afternoon, δ. ἤρξατο Com.Adesp.609, cf. Luc.Dem.Enc.31, Secund.Sent.4, BGU513.3 (ii A.D.); τὸ δ., as adverb, at even, LXX Ge.3.8, Luc.Lex.2; δ. ὁλοκαύτωμα LXX 1 Es.5.50; ὧραι Str.17.3.8; ἑσπέρα Ph.1.505 (s.v.l.); διατριβή Plu.2.70e. 2 western, κλίμα Str.9.2.41. II τὸ δ. (sc. δεῖπνον) evening meal, f.l. in Ath.10.418b (quoting Plb.20.6.6), cf. Ath.1.11e.

German (Pape)

[Seite 537] nachmittäglich, abendlich, com. bei Schol. Soph. Ai. 255; Plut. u. a. Sp.; δειλινὸν ὡς κατέδαρθον Theocr. 21, 39. S. δειελινός.

Greek (Liddell-Scott)

δειλινός: -ή, -όν, (δείλη) συνηρ. ἀντὶ δειελινός, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην, δ. ἤρξατο Κωμ. Ἀνών. 336, πρβλ. Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 31· τό δ., ὡς ἐπίρρ., ὡς παρ’ ἡμῖν, πρὸς ἑσπέραν, ὁ αὐτ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. τὸ δ. (ἐνν. δεῖπνον) τὸ πρὸς ἑσπέραν φαγητόν, «δειλινό», Ἀθήν. 418Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l’après-midi, de la soirée, du soir ; adv. • τὸ δειλινόν le soir.
Étymologie: δείλη.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1vespertino, de la tarde ταῖς τε ὀρθριναῖς ὥραις καὶ ταῖς δειλιναῖς al amanecer y a la caída de la tarde Str.17.3.8, cf. SB 7529.5 (II/III d.C.), PVindob.Sijpesteijn 22ue.3 (V/VI d.C.), ὁλοκαύτωμα LXX 1Es.5.49, διατριβή Plu.2.70e, πνεύματα Luc.Dem.Enc.31, ἀπότασις Secund.Sent.4, σκιά Ephr.Syr.Ion.10
en uso pred. δειλινὸς γὰρ ἤρξατο Com.Adesp.869.
2 occidental, de poniente κλίμα Str.9.2.41.
II subst. τὸ δ.
1 la tarde ἕως οὗ παρῆλθεν τὸ δ. LXX 3Re.18.29, τὸ δ. τοῦ ἑωθινοῦ ψυχρότερον Str.9.2.41, tb. ἡ δ. Sch.Od.17.606.
2 la comida de la tarde, la merienda-cena τῆς δὲ τετάρτης τροφῆς ... ὃ καλοῦσι τινες δειλινόν Ath.11e.
III como adv. por la tarde ac. neutr. δειλινόν Men.Con.7, SB 13220.3 (I d.C.), tb. τὸ δ.: περιπατοῦντος ... τὸ δ. LXX Ge.3.8, τὸ γὰρ πρωϊνὸν θερίζομεν καὶ τὸ δ. βοτανίζομεν PCair.Zen.207.37 (III a.C.), τὸ δ. περιδινησόμεθα Luc.Lex.2, αὐτὰς ... ἀπάγων τὸ δ. Longus 4.4.3
gen. δειλινῆς op. πρωΐ ‘por la mañana’, Ph.1.497, 501, BGU 513.3 (II d.C.).

Greek Monotonic

δειλινός: -ή, -όν (δείλη), συνηρ. αντί δειελινός, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειλινός -ή -όν [δείλη] in de namiddag; n. adv.: τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ ’s middags zullen we in het Lyceum rondlopen Luc. 46.2.

Russian (Dvoretsky)

δειλινός: (пред)вечерний (διατριβή Plut.; πνεύματα Luc.).

Middle Liddell

[contr. for δειελινός, Luc.] δείλη