πρόληψη
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
Greek Monolingual
η / πρόληψις, -ήψεως, ΝΜΑ προλαμβάνω
(ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ρήτορας ανασκευάζει προκαταβολικά πιθανό επιχείρημα του αντιπάλου
νεοελλ.
1. παρεμπόδιση, αποτροπή («πρόληψη της εγκληματικότητας»)
2. ιατρ. σύνολο άμεσων μέτρων, ικανών να εμποδίσουν την εμφάνιση μιας νόσου σε ένα άτομο ή τη διασπορά της στον πληθυσμό
3. δεισιδαιμονία, δοξασία
4. γνώμη, αντίληψη κατά συνθήκην παραδεκτή («κοινωνικές προλήψεις»)
5. συντακτικό σχήμα κατά το οποίο το υποκείμενο εξαρτημένης πρότασης τίθεται προληπτικά ως αντικείμενο της κύριας, η οποία και προηγείται, όπως λ.χ. ποιος είδε τον αμάραντο σε τί βουνό φυτρώνει, αντί ποιος είδε σε τί βουνό φυτρώνει οαμάραντος·