ἐνδελεχής

From LSJ
Revision as of 20:40, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδελεχής Medium diacritics: ἐνδελεχής Low diacritics: ενδελεχής Capitals: ΕΝΔΕΛΕΧΗΣ
Transliteration A: endelechḗs Transliteration B: endelechēs Transliteration C: endelechis Beta Code: e)ndelexh/s

English (LSJ)

ές, (v. δολιχός) A continuous, perpetual, μνήμη Pl.Lg.718a; λειτουργία Isoc.15.156 (Sup.); πῦρ LXX 1 Es.6.24; θυσίαι Ph.2.569, 587; πόλεμος Plu.Per.19; of persons, plodding, persevering, φροντισταὶ σύντονοι καὶ ἐ. Phld. Oec.p.52 J., cf. Plu.Mar.13; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐ. perseverance, ib.6. Adv. -Χῶς Critias 19.5, Pl.R.539d, al., Diod.Com.1, Men.521, IG22.1028.33, LXXEx.29.38, Plu.Fab.19, etc.--Freq. confused with ἐντελεχής in codd., as Ph. l.c.

German (Pape)

[Seite 832] ές, fortdauernd, ununterbrochen; μνήμην ἐνδελεχῆ παρέχεσθαι Plat. Legg. IV, 717 e; Folgde; πόλεμος Plut. Pericl. 19; τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐνδελεχές Mar. 6. – Adv. ἐνδελεχῶς, z. B. ῥέειν Plat. Tim. 43 c; μεῖναι ἐνδ. καὶ ξυντόνως μηδὲν ἄλλο πράττοντα Rep. VII, 539 d; πίνειν ἐνδ. τὸ ποτήριον Diod. com. Ath. X, 431 c; oft bei Sp., auch neben ἀεί.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδελεχής: -ές, (ἴδε δολιχός), διηνεκής, διαρκής, μνήμην ἐνδελεχῆ παρεχόμενον Πλάτ. Νόμ. 717Ε· λειτουργία Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 167· πόλεμος Πλούτ. Περικλ. 19· τὸ ἐνδελεχὲς περί τι, τὸ ἀδιάλειπτον, τὸ συνεχές, τὸ ἀκατάπαυστον, ὁ αὐτ. Μάρ. 16. - Ἐπίρρ. -χῶς, Κριτίας 15.5, Πλάτ. Πολ. 539D, Τίμ. 43D, 58C· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. κωμικ., Διόδ. ἐν «Αὐλητρίδι» 1. Μένανδρ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 4. Κρώβυλος ἐν «Ἀπολιπούσῃ» 2· συχνὰ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις. - Πολλάκις συγχέεται μετὰ τοῦ ἐντελεχής, ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 905Ε, ἀλλ’ ἴδε ἐντελέχεια.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
continu, continuel;
Sp. ἐνδελεχέστατος.
Étymologie: DELG v. δολιχός.

Spanish (DGE)

-ές
• Grafía: graf. ἐντ- Ph.2.569
I 1perpetuo, constante, ininterrumpido μνήμη Pl.Lg.717d, λειτουργία la carga perpetua la de crear y mantener una familia, Isoc.15.156, cf. Arist.GC 336b32, πῦρ LXX 1Es.6.23, πόλεμος Plu.Per.19, cf. 2.87d, βήξ Plu.2.461b, σπουδή D.C.53.27.4, θυσίαι Ph.l.c., 1.497, δῶρα Ph.1.532, κίνησις Gal.3.307, ἀποφορτισμός Orib.8.23.1, τοῦτ' ἐνδελεχὲς ἐθέλει γίγνεσθαι esto suele producirse ininterrumpidamente un ciclo hídrico, Arist.Mete.347a5
subst. τὸ ἐ. continuidad τῆς μαθήσεως Hieronym.Phil.20, cf. Agatharch.99, D.L.9.87, del agua que fluye, Plu.2.1005e
τὸ μὴ ἐ. interrupción del crecimiento de las plantas, Thphr.CP 2.11.11, 5.1.10
neutr. plu. sup. como adv. πολεμίων μὲν γὰρ τῷ χώρῳ ἐνδελεχέστατα ἐφεδρευόντων Agath.2.19.5, cf. Procop.Goth.3.38.21.
2 de pers. perseverante, insistente, tenaz οἱ ὀφθαλμοὶ ἐνδελεχεῖς ἐπὶ τὰς ὁδούς de los ojos de Dios, LXX Si.17.19, φροντισταί Phld.Oec.17.34, cf. Plu.Mar.13
neutr. subst. perseverancia, tenacidad τὸ περὶ τοὺς πόνους ἐ. Plu.Mar.6, cf. Demetr.2, ἐν φιλοσοφίᾳ τὸ ἐ. καὶ τὸ συνεχὲς τῆς πορείας Plu.2.76c.
II adv. -ῶς continua, constante, ininterrumpidamente ὄχλος ἐ. ἀμφιχορεύει Critias Fr.Trag.4.5, μεῖναι ἐ. καὶ συντόνως Pl.R.539d, cf. Lg.905e, κινεῖται ἐ. Arist.Mu.399a33, μεθύειν Crobyl.3, cf. Diod.Com.1, Men.Fr.412.3, X.Cyn.7.2, παρεμπίπτειν Plu.Fab.19, cf. LXX Ex.29.38, Lib.Decl.33.14
insistentemente, con perseverancia ἠλείφοντο ... ἐ. ἐν τοῖς γυμνασίοις IG 22.1028.33 (Atenas II/I a.C.).
• Etimología: Cf. δολιχός.

Greek Monolingual

-ές (AM ἐνδελεχής, -ές)
1. συνεχόμενος, αδιάλειπτος («διὰ πυρὸς ἐνδελεχοῦς», ΠΔ
2. επίμονος, πολύ προσεκτικόςενδελεχής έρευνα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδελεχές
ενδελέχεια.

Greek Monotonic

ἐνδελεχής: -ές, συνεχής, ασταμάτητος, διαρκής, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -χῶς, στον ίδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐνδελεχής: непрерывный, постоянный (μνήμη Plat.; λειτουργία Isocr.; γένεσις Arst.; χρεία, πόλεμος Plut.).

Frisk Etymological English

See also: s. δολιχός.

Middle Liddell

ἐνδελεχής, ές adj
continuous, perpetual, Plat., etc. adv. -χῶς, Plat. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἐνδελεχής: {endelekhḗs}
See also: s. δολιχός.
Page 1,511

English (Woodhouse)

continuous

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)