δοριάλωτος

From LSJ
Revision as of 15:30, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

μόνον τὸ καλὸν ἀγαθὸν εἶναιonly the beautiful is the good, only the morally beautiful is good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορῐάλωτος Medium diacritics: δοριάλωτος Low diacritics: δοριάλωτος Capitals: ΔΟΡΙΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: doriálōtos Transliteration B: dorialōtos Transliteration C: dorialotos Beta Code: doria/lwtos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, captive of the spear, taken in war, χώρα Hdt.8.74, 9.4; of persons, captive, E.Tr.518 (lyr.), Isoc.4.177; πόλεις Decr. ap. D.18.181, cf. Plb.23.10.6; Ion. δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, S.Aj. 211 (lyr.): —δορυάλωτος is a frequent v.l., as in Hp.Ep.27, X.Cyr.7.5.35, HG5.2.5, Ph.2.526, etc., cf. IG14.1293.57.

German (Pape)

[Seite 658] mit dem Speere gefangen, im Kriege erbeutet, erobert, wie αἰχμάλωτος; Eur. Tr. 518; Ath. VI, 273 e; Her. 8, 74. 9, 4; so auch Isocr. 4, 177, ohne v.l., u. 6, 19, wie Dem. 18, 181, aus den besten mss.; vgl. D. Sic. 16, 20 u. Dindorf dazu.

Greek (Liddell-Scott)

δοριάλωτος: -ον, ὁ ληφθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, ληφθεὶς ἐν πολέμῳ, ὡς τὸ αἰχμάλωτος, Ἡρόδ. 8. 74., 9. 4, Εὐρ. Τρω. 518, Ἰσοκρ. 78Α, Δημ. 289. 7, κτλ.· Ἰων. δουριάλωτον λέχος, ἐπὶ τῆς Τεκμήσσης. Σοφ. Αἴ. 211· ― δορυάλωτος εἶναι ἡμαρτημένη γραφ., ὡς παρὰ Ξεν. Κύρ. 7. 5. 35, Ἑλλ. 5. 2, 5, κτλ., ἀλλ’ ἀπαντᾷ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5984. 57· ἴδε Λοβ. Αἴ. 210· καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 172. 505.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
conquis par la lance, pris à la guerre.
Étymologie: δόρυ, ἁλωτός.

Spanish (DGE)

(δορῐάλωτος) -ον
• Alolema(s): jón. δουρι- S.Ai.211; δορυ- Hp.Or.Thess.408, Ph.2.526, Tab.Il.19d.57, Poll.7.156
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 de pers. hecho prisionero o cautivo de guerra οἱ δορυάλωτοι γενόμενοι Hp.l.c., σε λέχος δουριάλωτον ... ἀνέχει S.l.c., ὀλόμαν τάλαινα δ. E.Tr.518, cf. X.HG 5.2.5, Ph.1.111, cf. Plu.2.295c, Arr.An.6.27.5, Hdn.2.13.5, Hld.8.1.2, Lib.Or.12.74, Ast.Am.Hom.6.2.1
subst. ὁ δοριάλωτος = prisionero de guerra en plu. Plb.24.13.4, D.H.4.24, Ph.l.c., Ath.273e.
2 de lugares conquistado por las armas χώρη Hdt.8.74, cf. 9.4, Plb.23.10.6, Paus.4.5.8, πόλις X.Cyr.7.5.35, cf. Decr. en D.18.181, Aeschin.2.33, Isoc.15.125, Mon.Anc.Gr.14.21, Ps.Callisth.1.8B, Μεσσήνην ... δοριάλωτον ληφθεῖσαν Isoc.6.19, cf. Tab.Il.l.c., δοριάλωτον ἐγένετο τὸ Παλλάντιον ὑπὸ Μενεμάχου SEG 11.1084.21 (Argos III a.C.), cf. IAphrodisias 1.13.3 (I d.C.), δοριάλωτον ληψόμενος τὴν Ἰουδαίαν LXX 2Ma.10.24, τὴν πατρίδα γινομένην δοριάλωτον D.S.18.46.4
fig. μεθ' ὃν ... δ. ὑμῖν ἡ γῆ Ἰουδαίων παρεδόθη Iust.Phil.1Apol.32.4
subst. τὰ δοριάλωτα = los territorios conquistados Isoc.4.177.
3 de cosas capturado por las armas, en la guerra τὴν ... δοριάλωτον ἀσπίδα Astyd.1i.6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δοριάλωτος και δορυάλωτος, -ον
Α και δουριάλωτος, -ον)
1. αυτός που κατακτήθηκε με το δόρυ, ο αιχμάλωτος πολέμου
2. φρ. «δουριάλωτον λέχος» (για την Τέκμησσα)
αιχμάλωτη που έγινε σύζυγος (Σοφ.).

Greek Monotonic

δοριάλωτος: [ᾰ], -ον (ἁλῶναι), αυτός που αιχμαλωτίζεται με το δόρυ, αιχμάλωτος πολέμου, σε Ηρόδ., Ευρ.· Ιων. δουριάλωτον λέχος, λέγεται για την Τέκμησσα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δοριάλωτος: ион. δουριάλωτος 2 (ᾰ) добытый копьем, т. е. захваченный на войне (χώρη Her.; λέχος Soph.; sc. γυνή Eur.; πόλεις Dem.): τὰ δορυάλωτα Isocr. завоевания.

Middle Liddell

δορι-άλωτος, ον adj adj ἁλῶναι
captive of the spear, taken in war, Hdt., Eur.; ionic δουριάλωτον λέχος, of Tecmessa, Soph.

English (Woodhouse)

prisoner of war, taken in war

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)