διακλάω

From LSJ
Revision as of 15:40, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακλάω Medium diacritics: διακλάω Low diacritics: διακλάω Capitals: ΔΙΑΚΛΑΩ
Transliteration A: diakláō Transliteration B: diaklaō Transliteration C: diaklao Beta Code: diakla/w

English (LSJ)

A break in twain, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216. II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.

German (Pape)

[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.

Greek (Liddell-Scott)

διακλάω: (ἴδε ἐν λ. κλάω), θραύω εἰς δύο, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ἐπ. ἀντὶ -κλάσας) Ἰλ. Ε. 216. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ διαθρύπτομαι, Λατ. frangi, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς, μεταχειρίζεσθαι τρόπους καὶ τσακίσματα Ἰων. (motus Ionici), Ἀριστοφ. Θεσμ. 163· διακεκλασμένος, ἐκνενευρισμένος, Λουκ. Δημών. 18· διακλώμενοι ῥυθμοί, ἀντίθ. ἀνδρώδεις, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43, κτλ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 briser en deux;
2 briser, énerver, amollir.
Étymologie: διά, κλάω.

English (Autenrieth)

aor. part. διακλάσσᾶς: break in twain, Il. 5.216†.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. part. διακλάσσας Il.5.216]
I tr.
1 partir en dos, partir τόξα ... χερσὶ διακλάσσας Il.l.c., cf. Q.S.10.107, (ἄρτον) LXX La.4.4, esp. en la Eucaristía ἄρτους διακλᾶν Cyr.Al.Luc.1.70.17, en v. pas. οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτων D.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200
fig., del alma τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖ Chrys.M.63.206, cf. M.62.228.
2 refractar en v. pas. διακλωμένας ... ἀκτίνας Damian.Opt.13.
II en v. med.-pas.
1 hacerse blando, muelle, flojo ὄμμα διακεκλασμένον Zeno Stoic.1.59, ἀνὴρ διακλώμενος afeminado D.Chr.33.60, cf. Luc.Demon.18, Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.16).
2 romperse διακλώμενοι ῥυθμοί D.H.Dem.43.13.

Greek Monotonic

διακλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ διακλάσσας, σπάω στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Παθ., = διαθρύπτομαι, Παθ. παρακ. διακεκλασμένος, εκνευρισμένος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd.

Russian (Dvoretsky)

διακλάω:
1) разламывать (τόξα χερσί Hom.);
2) надламывать, расслаблять, изнеживать (θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc.): διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς Arph. исполнять томные ионические пляски.

Middle Liddell

fut. άσω epic aor1 part. διακλάσσας
I. to break in twain, Il.
II. in Pass., = διαθρύπτομαι: perf. pass. διακεκλασμένος enervated, Luc.