ἀνήκοος

From LSJ
Revision as of 15:45, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήκοος Medium diacritics: ἀνήκοος Low diacritics: ανήκοος Capitals: ΑΝΗΚΟΟΣ
Transliteration A: anḗkoos Transliteration B: anēkoos Transliteration C: anikoos Beta Code: a)nh/koos

English (LSJ)

ον, A without hearing, Arist. Pr.903b38; of the dead, Mosch.3.103; πέτραι Lyc.1451. 2 c. gen., not hearing a thing, never having heard or learnt it, Pl.Phdr. 261b, X.Mem.2.1.31: hence, ignorant of it, παιδείας Aeschin.1.141; with no ear for, τῶν Διοννσίου ῥυθμῶν Philostr.VS1.22.3; not attending the lectures of .., c. gen., ib.2.2. Adv. ἀνηκόως, ἔχειν ἀστρολογίας Plu.2.145c; ἔς τι Paus.10.17.13. b c. acc. rei, ἀνήκοος εἶναι ἔνια γεγενημένα (where ἀ. εἶναι = ἀγνοεῖν) Pl.Alc.2.141d. c abs., σκαιὸς καὶ ἀ. ignorant, untaught, D.19.312, cf. Sallust.5. 3 not willing to hear, not listening, Call.Del.116; τὸ ἀ. disobedience, D.H. 6.35. II unheard, Philostr.Her.12.3; without result, ἀ. τέθυται Alciphr.3.35.

German (Pape)

[Seite 229] (ἀκοή), 1) nicht hörend, τινός, z. B. ἐπαίνου, λοιδορίας, Xen. Mem. 2, 1, 31 Hier. 1, 14; auch mit folgdm partic., ἔνια γεγενημένα, Plat. Alc. II, 841 d; Sp.; umgekehrt, εἰς ἀνήκοον τῶν ἄλλων, daß es die übrigen nicht hören können, Heliod. – 2) der nichts gehört, gelernt hat, παιδείας, Aesch. 1, 141; vgl. Xen. Mem. 4, 7, 5. Ebenso ἀνηκόως ἔχω τινός, Plut. – τὸ ἀνήκοον, der Ungehorsam, D. Hal. 6, 35.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήκοος: -ον, (ἀκοὴ) ὁ ἄνευ ἀκοῆς, κωφός, Ἀριστ. Προβλ. 11. 41· ἐπὶ τῶν νεκρῶν, Μόσχ. 3. 110· πέτραι Λυκόφρ. 1451. 2) μετὰ γεν., ὁ μὴ ἀκούσας ἢ μαθών τι, Πλάτ. Φαῖδρ. 216C, Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 31: - ἐντεῦθεν, ὁ μὴ γινώσκων, ἀγνῶν τι, ἀμαθής τινος, παιδείας Αἰσχίν. 19. 41: - Ἐπίρρ., ἀνηκόως ἔχειν τινὸς Πλούτ. 2. 145D. β) μετ’ αἰτ. πράγματος, ἀνήκοον εἶναι ἔνια γεγενημένα (ἔνθα τὸ ἀνήκοον εἶναι = ἀγνοεῖν) Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 141D. γ) ἀπολ., σκαιὸς καὶ ἀν., ἀγράμματος, ἀπαίδευτος, Δημ. 441. 15. 3) ὁ μὴ θέλων νὰ ἀκούσῃ, ὁ μὴ προσέχων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 116: τὸ ἀνήκοον, ἀπείθεια, Διον. Ἁλ. 6. 35. ΙΙ. ὁ μὴ ἀκουσθείς, Φιλόστρ. 721· καὶ ἑπομ., ἄνευ ἀποτελέσματος, ἀν. τέθυται Ἀλκίφρ. 3. 35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’entend pas, sourd ; ἀνήκοος τινος XÉN qui n’entend pas qch;
2 qui n’a pas entendu parler de, ignorant de.
Étymologie: ἀ, ἀκούω.

Spanish (DGE)

-ον
I no oído ᾤμωξαν μὲν οὕτως ἀθρόον ὡς ἀνήκοοι γενέσθαι μηδὲ τῷ Ἰλίῳ gimieron todos juntos de tal suerte que ni en Troya dejaran de ser oídos Philostr.Her.12.3
que no es oído, que no obtiene resultado μάταια ἡμῖν ... καὶ ἀνήκοα τέθυται τῷ Ὑετίῳ Alciphr.2.33.1.
II 1que no oye, que carece del sentido del oído de un hombre dormido, Arist.Pr.903b38, de un cadáver, Mosch.3.103, πέτραι Lyc.1451.
2 que no oye o ha oído c. gen. τῶν δὲ Παλαμήδους (τεχνῶν) ἀνήκοος γέγονας; Pl.Phdr.261b, τοῦ ... ἡδίστου ἀκούσματος X.Mem.2.1.31, cf. Hier.1.14
c. part. en ac. σε οὐκ ἀνήκοον εἶναι ἔνια ... γεγενημένα Pl.Alc.2.141d
abs. que no ha escuchado οὐκ ἐάσεις με ἀνήκοον ἀπελθεῖν Luc.Symp.4.
3 ignorante c. gen. τούτων X.Mem.4.7.5, παιδείας Aeschin.1.141, τῶν τοῦ Διονυσίου ῥυθμῶν Philostr.VS 524, τῶν ... σκωμμάτων D.Chr.31.154, cf. Luc.Par.31
abs. D.19.312, D.Chr.11.150, 32.7, 24.
4 que no presta oído a, que no quiere escuchar, desobediente abs. Call.Del.116, LXX Ib.36.12, POxy.1407.20 (III d.C.), Nonn.D.46.205
c. gen. λόγου Plu.2.713b
subst. τὸ ἀνήκοον desobediencia D.H.6.35.
III adv. -ως
1 de forma ignorante ἔχειν ἀνηκόως ser ignorante de c. gen. ἀστρολογίας Plu.2.145c
c. giro prep. ἐς ταύτην οἱ Ἕλληνες τὴν νῆσον ἀ. εἶχον Paus.10.17.13.
2 sin atención Iust.Phil.Dial.137.4 (var.).

Greek Monolingual

ἀνήκοος, -ον (AM) ακούω
μσν.
1. αυτός που δεν άκουσε κάτι
2. αυτός που δεν έμαθε, δεν πληροφορήθηκε κάτι
3. ανυπάκουος
αρχ.
1. αυτός που δεν ακούει, κουφός
2. αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αγράμματος
3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκοον
ανυπακοή, απείθεια.

Greek Monotonic

ἀνήκοος: -ον (ἀκοή),
1. αυτός που δεν έχει ακοή, λέγεται για τους νεκρούς, σε Μόσχ.
2. με γεν., μην ακούγοντας κάτι, χωρίς να το έχει ξανακούσει, τελώντας εν αγνοία ως προς αυτό, σε Ξεν. κ.λπ.· απόλ., σκαιὸς καὶ ἀν., ανίδεος, αγράμματος, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήκοος:
1) ничего не слышащий, лишенный слуха (οἱ καθεύδοντες Arst.);
2) никого не слышащий (τινος Xen., Plat.);
3) никого не слышавший, неосведомленный, несведущий (παιδείας Aeschin.; τῶν Ἑλληνικῶν φιλοσόφων οὐδενός Plut.): οἶμαί σε οὐκ ἀνήκοον εἶναι ἔνια χθιζὰ γεγενημένα Plat. полагаю, что ты слышал о кое-каких вчерашних событиях;
4) неученый (σκαιὸς καὶ ἀ. Dem.).

Middle Liddell

ἀκοή
1. without hearing, of the dead, Mosch.
2. c. gen. not hearing a thing, never having heard it, ignorant of it, Xen., etc.:—absol., σκαιὸς καὶ ἀν. ignorant, Dem.