παραθαλασσίδιος
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον, = παραθαλάσσιος (beside the sea, lying on the seaside, maritime), Th. 6.62, DC. 54.9.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραθαλάττιος -α -ον, f. ook -ος, Ion. παραθαλάσσιος en παραθαλασσίδιος (παρά, θάλαττα) aan zee gelegen, kust‑: subst. ἡ παραθαλαττία = ἡ παραθαλάσσιος = τὰ παραθαλάσσια de kuststreek: τὰ παραθαλάσσια τῆς Ἑλλάδος = de kust van Griekenland Hdt. 3.135.1.
German (Pape)
[Seite 478] -ττίδιος, = παραθαλάσσιος, Thuc. 6, 62 u. Sp., wie D. Cass. 54, 9.
Greek (Liddell-Scott)
παραθᾰλασσίδιος: -ον, = τῷ ἑπομ., Θουκ. 6. 62· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Δίων Κάσ. 54. 9.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui est sur le bord de la mer, maritime.
Étymologie: παρά, θάλασσα.
Greek Monolingual
-ον, Α
παραθαλάσσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + θάλασσα + επίθημα -ίδιος].
Greek Monotonic
παραθᾰλασσίδιος: -ον, = το επόμ., σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παραθᾰλασσίδιος: атт. παραθᾰλαττίδιος 2 (ῐδ) Thuc. = παραθαλάσσιος I.