ὀχυρόω

From LSJ
Revision as of 08:58, 29 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "([Α-Ωα-ωίϊίΐἶἶἴῖἰἱἵἰὶἱἸόὀὁόὅὍὄάἄἅᾳἀἁᾴὰάᾷέέἐἑἕἕἔύϋύΰὖῦῆἠἡἥἦἤἤἩῃήήῇώῳώῶῷὠὦὧὠᾠὤὥὡπῥσὑὐὕφΧψὸἂ...)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχῠρόω Medium diacritics: ὀχυρόω Low diacritics: οχυρόω Capitals: ΟΧΥΡΟΩ
Transliteration A: ochyróō Transliteration B: ochyroō Transliteration C: ochyroo Beta Code: o)xuro/w

English (LSJ)

A fortify, τοὺς λιμένας IG22.834.14 (iii B. C.); πόλιν Plb.14. 9.9, J.AJ12.7.7; τὰ στόματα τῶν ποταμῶν OGI90.25 (Rosetta, ii B. C.); τείχη LXX Je.28(51).53: metaph., τὸν τῆς εὐσεβείας λιμένα ib.4 Ma.13.7:—Med., in act. sense, X.Cyr.5.4.39, Plb.1.18.3:— Pass., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦται Pl.Ax.371b, cf. OGI90.22 (Rosetta, ii B. C.); πρόθυρα τείχεσι . . ὠχύρωτο Arist.Mu.398a18. 2 ὠχυρωμένη besieged, LXX Jo.6.1. II metaph., confirm, τὸ λεγόμενον Phld.Rh.2.98 S. III constrain, τοὺς πονηρούς ib.148 S.

German (Pape)

[Seite 431] fest machen, befestigen; τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις, Plat. Ax. 371 b; u. med., ὀχυροῦσθαι τὰ τείχη φύλαξιν, Xen. Cyr. 5, 4, 39; Pol. 14, 2, 3 u. öfter, auch einmal im act., 14, 9, 9; Sp.; ὀχυρωτέος, Plut. Mar. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχῠρόω: καθιστῶ τι ἰσχυρόν, ἀσφαλές, ὀχυρώνω, τὴν πόλιν Πολύβ. 14. 9, 9˙ - τὸ μέσ. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ξεν. Κύρ. 5. 4, 39, Πολύβ. 1. 18, 3. - Παθ., τὰ πρόπυλα κλείθροις ὀχυροῦνται Πλάτ. Ἀξίοχ. 371Β˙ πρόθυρα ὠχύρωτο Ἀριστ. π. Κόσμ. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pqp. Pass. ὠχυρώμην;
fortifier;
Moy. ὀχυρόομαι, ὀχυροῦμαι m. sign.
Étymologie: ὀχυρός.

Greek Monotonic

ὀχῠρόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ σταθερό και ασφαλές, ενισχύω, σε Πολύβ.· το Μέσ. ακριβώς όπως το Ενεργ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὀχῠρόω: тж. med.
1) укреплять (τὰ πρόπυλα σιδηροῖς κλείθροις ὀχυροῦται Plat.; ὀ. τὴν πόλιν Polyb.; ὀ. τὰς πύλας Plut.);
2) воен. обеспечивать (τὰ τείχη φύλαξιν Xen.).

Middle Liddell


to make fast and sure, fortify, Polyb.: —the Mid. just like Act., Xen.