σέσελις

From LSJ
Revision as of 15:49, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σέσελις Medium diacritics: σέσελις Low diacritics: σέσελις Capitals: ΣΕΣΕΛΙΣ
Transliteration A: séselis Transliteration B: seselis Transliteration C: seselis Beta Code: se/selis

English (LSJ)

εως, ἡ, hartwort, Tordylium officinale, Arist.HA611a18, Plu.2.383e:—also σέσελι, τό, Hp.Acut.23, Alex.127.8, Thphr.HP 9.15.5; σέσελι κρητικόν Dsc.3.54; other kinds, σέσελι μασσαλιωτικόν = Massilian hartwort, Seseli tortuosum, ib.53; σέσελι αἰθιοπικόν = hare's ear, Bupleurum fruticosum, ibid.; σέσελι ἐν Πελοποννήσῳ = golden cow-parsnip, Malabaila aurea, ibid.; σέσελι Κύπριον = κίκι, Id.4.161.

German (Pape)

[Seite 872] ein Pflanzengeschlecht, Arist. H. A. 9, 5, sonst σίλι, σιλικύπριον, auch κῖκι genannt.

Greek (Liddell-Scott)

σέσελις: -εως, ἡ, θάμνος τις τοῦ αὐτοῦ εἴδους καὶ κρότων ἢ σίλι (Tordylium officinale, κατὰ τὸν Littré εἰς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387), Ἀιστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 5, 1, Διοσκ. 3. 54-56, Πλούτ. 2. 383Ε· - ὡσαύτως σέσελι, τό, Ἄλεξις ἐν «Λεβ.» 2. 8, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 15, 5. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σέσελι· πόα τις».

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
plante de l’espèce du ricin.
Étymologie: DELG mot égyptien.

Greek Monolingual

σέσελι, σεσέλεως, το, ΝΑ, και σίλι, και σέσελις, -έλεως, ἡ, και σέσιλις, -ίλεως, ἡ, Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια απιίδες της τάξης απιώδη, με 60 περίπου είδη, πέντε από τα οποία απαντούν αυτοφυή στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειες λ., πιθανότατα αιγυπτιακής προέλευσης (πρβλ. και τον τ. σιλλικύπριον). Ο σχηματισμός της λ. σέσελι θυμίζει τα πέπερι, σινάπι. Τα λατ. seselis / sil είναι επίσης δάνειες λ.].