επιβάτρια

Revision as of 13:06, 2 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=επιβάτης, ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο<br />θηλ. ἐπιβάτις) επιβ...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

επιβάτης, ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, ο
θηλ. ἐπιβάτις) επιβαίνω
ταξιδιώτης με πλοίο
μσν.- νεοελλ.
αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης του θρόνου»)
νεοελλ.
1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο (αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο), για να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή
2. φρ. «επιβάτης της εξουσίας» — αυτός που κατέχει παράνομα πολιτικό αξίωμα
αρχ.
1. οπλίτης, μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου
2. επιστάτης του φορτίου του πλοίου
3. κατώτερος αξιωματικός του σπαρτιατικού ναυτικού
4. πολεμιστής σε άρμα δίπλα στον ηνίοχο.