μνααῖος
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
α, ον, A of the weight of a mina (μνᾶ), λίθοι X.Eq.4.4, Eq.Mag.1.16, v.l. in D.S.19.109; on which a mina is staked, τρῆμα Amips.20:— also μναϊαῖος, α, ον, Arist.Cael.311b4, Ph.Bel.69.12,al., Plb.13.2.3, D.S. l.c.: written μναγιαῖος, PLond.ined.2199 (iv A. D.); μναϊαῖον, τό, = μνᾶ, POxy.265.18 (i A. D.); μ. [δίκαι suits where a mina is at stake, IG9(1).333.12 (Locr.):—also μναϊεῖον, τό, gold coin worth a mina of silver, PCair.Zen.22.1,13 (iii B. C.), PLille15.1 (iii B. C.), UPZ 121.10 (ii B. C.): written μιτρ-ϊῆον, BGU1532 (Ptol.), POxy.259.17 (i A. D.): for μναῖαι (followed by αἱ) and μναίας, Arist.HA547a9, Gal.6.605, μναϊαῖαι, μναϊαίας shd. perhaps be read.
German (Pape)
[Seite 193] = μναϊαῖος; Xen. re equ. 4, 4, vom Gewicht; Amips. bei Poll. 9, 96; D. Sic. 19, 45.
Greek (Liddell-Scott)
μνᾱαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ βάρος μιᾶς μνᾶς, λίθοι Ξεν. Ἱππ. 4, 4, Ἱππαρχ. 1, 16, Διόδ. 19. 109, κτλ· ἐπὶ κυβείας, ἐν ᾗ διακυβεύεται μία μνᾶ, τρῆμα μνααῖον Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 5· - ὡσαύτως μνᾱϊαῖος, α, ον, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 4, 4, - ἐσχηματισμένον ὡς τὸ ταλαντιαῖος, κτλ., πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 552· - καὶ μναῖος ἢ μνάϊος, α, ον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15. 6.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui pèse une mine;
2 qui vaut une mine.
Étymologie: μνᾶ.
Greek Monolingual
μνααῖος και μναῖος και μνάϊος -α, -ον (Α)
αυτός που έχει βάρος το οποίο ισοδυναμεί με μία μνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνᾶ + κατάλ. -αῖος (πρβλ. δοχ-αίος). Ο τ. μναῖος / μνάϊος < μνᾶ + κατάλ. -ιος].
Greek Monotonic
μνᾱαῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει μία μνᾶ, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μνᾱαῖος: весом в мину (λίθοι Xen.).
Middle Liddell
μνᾱαῖος, η, ον [from μνᾶ]
of the weight of a μνᾶ, Xen., etc.