ἀνεξεύρετος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, A not to be found out, ἀριθμός Th. 3.87, cf. Hellanic.194J., Arist.Mu.392a17, Plu.2.964a.
German (Pape)
[Seite 223] nicht auszufinden, auszumitteln, Thuc. 3, 87; πλῆθος Arist. mund. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεξεύρετος: -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου ἀνεύρετος ἀριθμὸς Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.
Étymologie: ἀ, ἐξευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνεξεύρητος Hippol.Haer.5.7 (p.79.9)
ininvestigable, que no se puede investigar, ἀριθμός Th.3.87, τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arist.Mu.392a17, ἀ. καὶ ἀδιάφθορος ... γενεά Hippol.l.c., cf. Hellanic.194, Plu.2.964a.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀνεξεύρετος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί.
Greek Monotonic
ἀνεξεύρετος: -ον (ἐξευρίσκω), αυτός που δεν βρίσκεται, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεξεύρετος: не поддающийся установлению (ἀριθμός Thuc.; τὸ τῶν ἀπλανῶν πλῆθος Arst.).