ἄτλητος
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
Dor. ἄτλατος, ον, A not to be borne, insufferable, unendurable πένθος, ἄχος, Il.9.3, 19.367, cf. Orac. ap. Hdt.5.56, Pi.O.6.38; ἀγγελία S.Aj. 223 (lyr.). 2 not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.). II Act., incapable of bearing, impatient of, c. gen., μόθων ἄ. AP9.321 (Antim. ?). Adv. ἀτλήτως, insufferably, unendurably φέρειν Ael.NA16.28.
German (Pape)
[Seite 387] unerträglich, πένθος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάθη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παθών poët. bei Her. 5, 56; θήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 intolérable;
2 qu’il ne faut pas oser.
Étymologie: ἀ, τλῆναι.
English (Autenrieth)
(τλῆναι): unendurable, Il. 9.3 and Il. 19.367.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀτλατ- Pi.O.6.38, N.1.48, S.Ai.224
• Prosodia: [fem. -α Pi.Fr.42.5 (cj.)]
I 1de abstr. intolerable, insoportable en sent. psíquico ἄχος Il.9.3, 19.367, Hes.Fr.33a, δέος Pi.N.1.48, cf. O.6.38, κῆδος A.R.2.858, πάθος Hld.2.4.1, πένθος IG 12(7).53.12 (Amorgos III d.C.)
•ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν noticia intolerable e ineluctable S.Ai.224
•c. dat. γένος δ' ἄτλητον ἀνθρώποισι S.OT 792
•en sent. fís. inaguantable, insoportable ψώα hedor inaguantable A.R.Fr.5.5
•subst. neutr. plu. cosas intolerables, insoportables ἄτλητα πεπονθώς Thgn.1029, cf. Orác. en Hdt.5.56, Theoc.25.203, cf. Pi.Fr.l.c.
2 sólo subst. τὰ ἄτλητα cosas que no deben osarse ἄτλητα τλᾶσα A.A.408.
II de pers. que no soporta, impaciente c. gen. μόθων AP 9.321 (Antim.).
III adv. -ως intolerablemente φέρειν Ael.NA 16.28.
Greek Monolingual
ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)
1. ο αφόρητος
2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος
3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].
Greek Monotonic
ἄτλητος: Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,
I. 1. αφόρητος, ανυπόφορος, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
2. αυτός που δεν αποτολμάται, ἄτλησα τλᾶσα, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ανίκανος να υπομείνει ένα πράγμα, με γεν., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτλητος: дор. ἄτλᾱτος 2
1) невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; πάθη Pind.; ἄτλητα παθεῖν Her.);
2) невыносящий, невыносливый (τινος Anth.);
3) внушающий непреодолимую робость, страшный (ἄτλητα τλῆναι Aesch.; θήρ Anth.).
Middle Liddell
I. not to be borne, insufferable, Il., Orac. ap. Hdt., Soph.
2. not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα Aesch.
II. act. incapable of bearing a thing, c. gen., Anth.