νείαιρα
Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann
English (LSJ)
acc. sg. A -ᾰν Il.16.465, Hp.Mul.1.64, 2.137, Nat.Mul.5, 6, al. (codd. opt.), Call.Fr.106 codd., Nic.Al.270; dat. -ῃ Il. (v. infr.):—fem. Adj. (formed like γέραιρα) with comp. sense, lower, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.5.539,616, cf. Hp. ll.cc.; νείαιραν σάρκα Nic. l.c.:—also νέαιρα, νέαιραν γνάθον Simon. 244. II Subst., ἡ νείαιρα the abdomen, βάρος ἐν νειαίρῃ Hp.Coac. 579, cf. Call. l.c.; cf. νειρός (A). (Cogn. with νέατος (A): orig. perhaps Νήαιρα, whence νέαιρα (lengthd. to νείαιρα in text of Hom.), contr. Νῇρα, whence νεῖρα.)
German (Pape)
[Seite 236] ἡ (eine Art comparat. zu νέος, vgl. νείατος); bei Hom. nur in der Vrbdg νείαιρα γαστήρ, der untere Theil des Bauches, der Unterleib, IL. 5, 539. 16, 485. 17, 519 (vgl. ὕστερος); σάρξ, Nic. Al. 270; bei Hippocr. subst. ἡ ν., der Unterleib, νείαιραν εἰς πλευράν, Eur. Rhes. 794.
Greek (Liddell-Scott)
νείαιρᾰ: Ἰων. -ρη, ἡ, ἀνώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) τοῦ νέος, ὡς τὰ νέατος, νείατος εἶναι ὑπερθετ., νειαίρῃ δ’ ἐν γαστρί, ἐν τῷ κατωτέρῳ μέρει τῆς κοιλίας, Ἰλ. Ε. 539, 616, κλ.· νειαίρην σάρκα Νικ. Ἀλεξιφ. 270 - ὡς οὐσιαστ., ἡ νείαιρα, τὸ ὑπογάστριον, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 215. - Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει συνῃρ. τύπον «νειρή· κοιλία ἐσχάτη» ὅθεν ὁ Casaub. διορθοῖ νείρᾳ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1479· πρβλ. νειρό, ΙΙ. ΙΙ. ὡς θηλ. κύρ. ὄνομα Νέαιρα, (= ἡ νεωτέρα).
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
plus récente ; qui vient ensuite, avec idée de lieu qui vient après, au-dessous : γαστὴρ νειαίρη IL le bas-ventre, les entrailles.
Étymologie: Cp. épq. et ion. de νέος.
English (Autenrieth)
(νέος, cf. νέατος): lower; γαστήρ, the lower part of the belly, abdomen, Il. 5.539. (Il.)
Greek Monolingual
νείαιρα και νέαιρα και νεῖρα και νειρή και ιων. τ. νείαιρη, ἡ (Α)
1. ως επίθ. α) (συχνότατα με το ουσ. γαστήρ) το κάτω μέρος της κοιλιάς («τὸν βάλε νείαιραν κατὰ γαστέρα», Ομ. Ιλ.)
β) (για μέρος του σώματος) τελευταίος («νείαιραν σάρκα», Νίκ.)
2. ως ουσ. το υπογάστριο
3. (κατά τον Ησύχ.) «νειρή
κοιλία εσχάτη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρ-jα < νειός / νεός «αγρός που έμεινε χέρσος», κατά το γέρ-αιρα ή, κατ' άλλους, από νει-Fαρ. (Για τη σημ. της λ. πρβλ. νείατος «κατώτατος»). Οι τ. νεῖρα και νειρή με συναίρεση].
Greek Monotonic
νείαιρᾰ: ἡ, Επικ. -ρη, ανώμ. θηλ. συγκρ. (πρβλ. πρέσβειρα) του νέος, όπως τα νέατος, νείατος στον υπερθ.· νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί, στο χαμηλότερο μέρος της κοιλιάς, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
νείαιρα: ион. νειαίρη adj. f крайняя, нижняя: ν. γαστήρ Hom. нижняя часть живота.
Middle Liddell
[irreg. fem. comp. (cf. πρέσβειρα) of νέος, as νέατος, νείατος is Sup.]
lower, νειαίρῃ δ' ἐν γαστρί in the lower part of the belly, Il.