συνεδρεία
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ,
A sitting as σύνεδροι or in conference, session, meeting, Aeschin.3.93,94, SIG330.34 (Ilium, iv B.C.), PFrankf.7v.14 (iii B.C.), PTeb.43.30, 61 (b).223, 72.155,171 (ii B.C.); ἀποχωροῦντα ἀπὸ τῆς συνεδρείας = withdrawing from the circle of friends, X.Mem.4.2.3; ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία = his conference with his friends, Plb.18.54.2; παρακληθεὶς ἐπὶ συνεδρείαν Phld.Vit. p.31 J.; coupled with συμβουλή, Vit.Philonid.p.10 C.; sitting of the Roman Senate, D.C.55.3.
II tenure of office of σύνεδρος, OGI504.7, 507.11 (Aezani, ii A.D.).
III v. συνεδρία. (Written συνεδρία in X. and Aeschin. Il. cc., SIG l.c. (gen. pl. συνεδριῶν), Phld.Rh.1.378 S., but συνεδρεία in other Pap. from iii B.C., also OGIll. cc. and codd. of Plb. and D.C. ll.cc.)
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, = συνεδρία, von συνεδρεύω, Berathschlagung, μετὰ τῶν φίλων Pol. 18, 37, 2.
Greek (Liddell-Scott)
συνεδρεία: ἡ, ἴδε συνεδρία.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
συνεδρεία: ἡ, = συνεδρία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεδρεία -ας, ἡ zie συνεδρία.