ἀπέρατος

From LSJ
Revision as of 10:50, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέρᾱτος Medium diacritics: ἀπέρατος Low diacritics: απέρατος Capitals: ΑΠΕΡΑΤΟΣ
Transliteration A: apératos Transliteration B: aperatos Transliteration C: aperatos Beta Code: a)pe/ratos

English (LSJ)

ον, (περάω) A not to be crossed or passed, ποταμός Plu.2.326e, Luc.VH2.30: metaph., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀ. A.Supp.1049.
ἀπέρᾰτος, ον, (πέρας) A boundless, Ph.1.554, al.; v.l. for ἀπέραντος in Pl.Tht.147c (Anon.in Tht.23.48), Sch.Ar.Nu.3.

German (Pape)

[Seite 287] undurchdringlich, Διὸς φρήν Aesch. Suppl. 1035; ποταμός, über den man nicht übersetzen kann, Luc. V. H. 2, 30 Plut. de Alex. fort. 1, 1. In der Bdtg unendlich zw.; Ar. Nubb. 3 ist ἀπέραντον die richtige Lesart.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέρᾱτος: -ον, (περάω) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ περάσῃ ἢ διέλθῃ, ποταμὸς Πλούτ. 2. 326Ε, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1028. 58: μεταφ., Διὸς οὐ παρβατός ἐστιν μεγάλα φρὴν ἀπέρατος Αἰσχύλ. Ἱκ. 1049.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qu’on ne peut traverser ; fig. impénétrable.
Étymologie: , περάω.

Spanish (DGE)

(ἀπέρᾱτος) -ον
1 fig. impenetrable φρήν A.Supp.1049.
2 invadeable ποταμοί Plu.2.326e.
-ον
ilimitado, infinito μεγέθη Epicur.(?) en Rh.Mus.62.124, αἰών Ph.1.554, φλόξ Ph.1.452, cf. PHarris 55.17, 18 (II d.C.), Sch.Ar.Nu.3, Hsch.

Greek Monolingual

(I)
ἀπέρατος, -ον περώ
αυτός που δεν μπορεί να τον περάσει κανείς, αδιάβατος.
(II)
ἀπέρατος, -ον (Α) περατώ
ατελείωτος, απέραντος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέρᾱτος:
1) непереходимый (ποταμός Plut., Luc.);
2) непроницаемый, неисповедимый (Διὸς φρήν Aesch.).