ἐξοικέω
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
A emigrate, remove, εἰς τὴν ὑπερορίαν Lys.31.9, cf. Hyp.Ath.29; Μέγαράδε D.29.3, cf. PLond.2.391.17 (v A. D.): abs., Arist.Ath.39.1. II Pass., to be completely inhabited, Th.2.17.
German (Pape)
[Seite 885] aus seiner Wohnung gehen, aus seiner Heimath auswandern; Μέγαράδ' ἐξῴκηκε Dem. 29, 3; εἰς ὑπερορίαν Lys. 31, 9. – Bei Thuc. 2, 17, τὸ Πελασγικὸν ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ἐξῳκήθη, = wurde ganz bewohnt.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξοικέω: μετοικῶ, μεταναστεύω, εἰς ὑπερορίαν Λυσ. 187. 29· Μεγαράδε Δημ. 845. 19. ΙΙ Παθ., κατοικοῦμαι ἐντελῶς, τὸ Πελεσγικόν... ὑπὸ τῆς παραχρῆμα ἀνάγκης ἐξῳκήθη Θουκ. 2. 17. ― Πρβλ. Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 511-2.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 émigrer;
2 coloniser complètement.
Étymologie: ἐξ, οἰκέω.
Greek Monotonic
ἐξοικέω: μέλ. -ήσω,
I. μεταναστεύω, σε Δημ.
II. Παθ., κατοικούμαι πλήρως, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξοικέω:
1) выселяться, уезжать (Μέγαράδε Dem.; εἰς ὑπερορίαν Lys.);
2) полностью заселять: ἐξοικηθῆναι Thuc. быть сплошь заселенным.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to emigrate, Dem.
II. Pass. to be completely inhabited, Thuc.