Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχόρευτος

From LSJ
Revision as of 17:13, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχόρευτος Medium diacritics: ἀχόρευτος Low diacritics: αχόρευτος Capitals: ΑΧΟΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: achóreutos Transliteration B: achoreutos Transliteration C: achoreftos Beta Code: a)xo/reutos

English (LSJ)

ον, A not trained in the dance or chorus, Pl.Lg.654a; not joining in the dance, Nonn.D.44.125, al. II not attended with the dance, γάμος Musae.274; especially in bad sense, ill suiting it, joyless, ὀνείδη S.El.1069 (lyr.); ἆται E.Tr.121 (lyr.); φάμα Telest.1.8.

German (Pape)

[Seite 419] der nicht mittanzt, vom Chor ausgeschlossen ist, Plat. Legg. II, 654 a; – nicht mit Tänzen gefeiert, trauervoll, ὀνείδη Soph. El. 1058; ἄτας ἀχορεύτους κελαδεῖν Eur. Troad. 121.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχόρευτος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ χοροῦ, ὁ μὲν ἀπαίδευτος ἀχόρευτος ἡμῖν ἔσται Πλάτ. Νόμ. 654Α. ΙΙ. ὅμοιον τῷ ἄχορος, μὴ συνοδευόμενος ὑπὸ χοροῦ, οὐδὲν ἡδονῆς ἔχων, ἀτερπής, ὀνείδη Σοφ. Ἠλ. 1069· ἆται Εὐρ. Τρῳ.121· φάμα Τελέστης 2. Bgk (Ἀθήν. 617Α).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non accompagné de danses ; triste, affreux.
Étymologie: , χορεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I no celebrado con danzas o coros festivos γάμος Musae.274, συζυγίη ἀ. ... ὑμεναίων Nonn.D.4.323.
II que no merece ser celebrado con danzas ὀνείδη S.El.1069, ἆται E.Tr.121.
III 1de pers. que no participa en los coros o en la danza Σιληνός Nonn.D.21.192, οὐδέ τις ἦν ἀ. ἀνὰ πτόλιν Nonn.D.44.125
como sinón. de ineducado Pl.Lg.654a.
2 de abstr. hostil a la danza φάμα Telest.1b.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀχόρευτος, -ον)
αυτός που δεν έχει χορέψει
αρχ.
1. εκείνος που δεν έχει ασκηθεί στον χορό
2. όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, θλιβερός.

Greek Monotonic

ἀχόρευτος: -ον, αυτός που δεν ακολουθεί το χορό, λυπημένος, μελαγχολικός, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχόρευτος:
1) не сопровождаемый пляской, безрадостный (ὀνείδη Soph.; ἆται Eur.);
2) не умеющий танцевать, чуждый плясок (ὁ ἀπαίδευτος ἀ. Plat.).

Middle Liddell

χορεύω
not attended with the dance, joyless, melancholy, Soph., Eur.