θάρσυνος

From LSJ
Revision as of 17:45, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάρσῠνος Medium diacritics: θάρσυνος Low diacritics: θάρσυνος Capitals: ΘΑΡΣΥΝΟΣ
Transliteration A: thársynos Transliteration B: tharsynos Transliteration C: tharsynos Beta Code: qa/rsunos

English (LSJ)

ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat., A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.

German (Pape)

[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.

Greek (Liddell-Scott)

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.

English (Autenrieth)

confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.

Greek Monolingual

θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾶσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

θάρσῠνος:
1) проникнутый уверенностью, доверяющий, твердо верящий (οἰωνῷ Hom.);
2) самоуверенный или легковерный, по друг. отважный или дерзкий (Τρώων πόλις Hom.).

Middle Liddell

θάρσῠνος, ον = θαρσαλέος, Il.]
c. dat. relying on a thing, Il.