ἐγκαθίημι
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
A let down, ἐς τὴν χύτραν Ar.Lys.308. 2 send in as agents, Plu.Pyrrh. 11:—Pass., of a catheter, to be passed, Ruf. Ren.Ves.7.11. II commit, entrust, Ζεὺς ἐγκαθίει (for -ίησι) Αοξίᾳ θεσπίσματα A.Fr.86.
German (Pape)
[Seite 703] (s. ἵημι), hinein u. hinunter lassen; εἰς χύτραν τὸν φανόν Ar. Lys. 308; hineinschicken, τινὰς εἰς τὰς πόλεις Pol. 23, 13, 5, wie Plut. Pyrrh. 11. – Übertr., ταῦτα γὰρ πατὴρ Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ, eingeben, Aesch. frg. 79.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαθίημι: καταβιβάζω, εἰς τόπον Ἀριστοφ. Λυσ. 308· ἀποστέλλω ἐντὸς ὡς φρουράν, εἰς τὴν πόλιν Πλούτ. Πύρρ. 11. ΙΙ. ἐμπιστεύω, παραδίδωμί τινί τι, Ζεὺς ἐγκαθίει (ἀντὶ -ίησι) Λοξίᾳ θεσπίσματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 82.
French (Bailly abrégé)
f. ἐγκαθήσω;
faire tomber, laisser tomber, déposer : τινὰς εἰς πόλεις PLUT mettre garnison dans des villes.
Étymologie: ἐν, καθίημι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. act. part. ἐγκαθεικώς Plb.Fr.22.13.5]
1 meter adentro, introducir c. rég. prep. de lugar o dat. εἰς τὴν χύτραν τὸν φανὸν ἐγκαθέντες Ar.Lys.308, θήλειαν ... ζωὴν ἐγκαθιέντες introduciendo la hembra de cierto pez viva en una nasa, Opp.H.4.112, διακόψας ... τὸν Πέλοπα ἐγκαθῆκε λέβητι Sch.Pi.O.1.40a, ἑαυτὰς τοῖς ὕδασιν Sch.Arat.942
•fig. de un oráculo Ζεὺς ἐγκαθίει Λοξίᾳ θεσπίσματα A.Fr.86.2
•medic., de una sonda o catéter μήλην ποιησάμενος κασσιτερίνην ἐγκαθιέναι Hp.Mul.1.60, cf. en v. pas. Ruf.Ren.Ves.7.11
•asentar, instalar ἅτε τοῦ Φιλίππου πάλαι τοὺς αὐλικοὺς ἐγκαθεικότος εἰς τὰς πόλεις ταύτας Plb.l.c.
2 infiltrar, enviar como agente o espía ἦσαν δέ τινες οὓς αὐτὸς ὁ Πύρρος ἐγκαθίει Plu.Pyrrh.11.
3 ἐγκαθιέμενοι· ἀφιέντες Sud.
Greek Monolingual
ἐγκαθίημι (Α)
1. κατεβάζω
2. αναθέτω
3. (για καθετήρα) διαβιβάζομαι, περνιέμαι.
Greek Monotonic
ἐγκαθίημι: μέλ. -καθήσω, κατεβάζω, στέλνω μέσα, τοποθετώ ως φρουρά, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαθίημι: (fut. ἐγκαθήσω)
1) всовывать, всаживать, вкладывать (τὸν φανὸν εἰς τὴν χύτραν Arph.);
2) посылать, направлять (τοὺς αὐλικοὺς εἰς τὰς πόλεις Polyb.);
3) тайно подсылать (τινά Plut.);
4) внушать, подсказывать (θεσπίσματά τινι Aesch.).