βουφόνος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ον, ox-slaying, h.Merc. 436; θεράπων Simon. 172.4; πελέκεις DS. 4.12; — as substantive, priest, Paus. 1.28.10.
at or for which steers are slain, θοῖναι A. Pr. 531 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 460] ὁ, Rinder schlachtend, opfernd, H. h. Merc. 436. Bei Paus. 1, 28, 10 Priester in Athen. – Adj., Διονύσου θεράπων β., = πέλεκυς, Simonid. bei Ath. X, 456 a; vgl. D. Sic. 4, 12; – θοῖναι β., wobei Rinder geschlachtet werden, Aesch. Prom. 531.
Greek (Liddell-Scott)
βουφόνος: -ον, βοῦς φονεύων, βοῦς θυσιάζων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 436· - ὡς οὐσιαστ., ἱερεύς, Παυσ. 1. 28, 10· ἀλλά, β. θεράπων Ἀθήν. 456C sq. ΙΙ. ὁ καθ’ ὃν ἢ δι’ ὃν βόες νέοι σφάζονται, θοῖναι Αἰσχύλ. Πρ. 531.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui tue ou immole des bœufs;
2 où l’on immole des bœufs.
Étymologie: βοῦς, πέφνειν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1matador de reses de Hermes h.Merc.436, θεράπων Simon.69.4D., πελέκεις D.S.4.12.
2 subst. ὁ β. sacrificador de reses del sacerdote de las Dipolias atenienses, Paus.1.28.10.
II de reses sacrificadas θοῖναι A.Pr.531.
Greek Monolingual
βουφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία
2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» — συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια
3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού.
Greek Monotonic
βουφόνος: -ον (*φένω),
I. αυτός που σκοτώνει βόδια, αυτός που προσφέρει βόδια ως θυσία, σε Ομηρ. Ύμν.
II. αυτός στον οποίο ή για τον οποίο σφάζονται νεαρά βόδια, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βουφόνος:
1) убивающий быков (sc. Ἑρμῆς HH; πέλεκις Diod.);
2) сопровождающийся закланием быков (θοῖναι Aesch.).
Middle Liddell
[*φένω
I. ox-slaying, ox-offering, Hhymn.
II. at or for which steers are slain, Aesch.