μανότης

From LSJ
Revision as of 19:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μανότης Medium diacritics: μανότης Low diacritics: μανότης Capitals: ΜΑΝΟΤΗΣ
Transliteration A: manótēs Transliteration B: manotēs Transliteration C: manotis Beta Code: mano/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, opp. πυκνότης, A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Thphr. HP1.5.4, al. II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr.CP3.7.1.

German (Pape)

[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Ggstz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.

Greek Monolingual

μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).

Greek Monotonic

μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μᾱνότης: ητος ἡ
1) разреженность Plat.;
2) рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).

Middle Liddell

μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.

English (Woodhouse)

looseness, opposed to density

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)