λογοποιέω

From LSJ
Revision as of 19:21, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογοποιέω Medium diacritics: λογοποιέω Low diacritics: λογοποιέω Capitals: ΛΟΓΟΠΟΙΕΩ
Transliteration A: logopoiéō Transliteration B: logopoieō Transliteration C: logopoieo Beta Code: logopoie/w

English (LSJ)

A write, compose, Pl.R.378d, Lg.636d; write speeches, Id.Euthd.289d. 2 fabricate tales, especially of newsmongers, Th.6.38, And.1.54, Lys.16.11, D.4.49, Thphr. Char.8.1; τὰς [συμφορὰς] αὐτοὶ λογοποιοῦσιν Lys.22.14; λ. κατὰ τῆς πόλεως Plb.28.2.4:—Pass., D.C. 37.35. II Med., settle accounts, πρός τινας PRyl.136.4 (i A.D.), etc.:—Pass., Ostr.1179. III Med., make proposals, ἰδίᾳ πρός τινα Luc.DMeretr.10.4.

Greek (Liddell-Scott)

λογοποιέω: ἐφευρίσκω, πλάττω μύθους, ψευδεῖς ἱστορίας, Πλάτ. Πολ. 378D, Νόμ. 636C· περί τινος Λυσ. 146. 36, πρβλ. Θεοφρ. Χαρ. 8. 2) λ. τι, κατασκευάζω, πλάττω διηγήματα, Λατ. serere rumores, ἰδίως ἐπὶ τῶν διαδιδόντων εἰδήσεις, «νέα», Θουκ. 6. 38, Ἀνδοκ. 8. 15, Δημ. 54. 15, κτλ. ΙΙ. γράφω λόγους ῥητορικούς, ὁμιλίας, (ἴδε λογοποιὸς ΙΙ), Πλάτ. Εὐθύδ. 289D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 imaginer des fictions poétiques;
2 inventer ou répandre des fables, càd de faux bruits.
Étymologie: λογοποιός.

Greek Monotonic

λογοποιέω: μέλ. λογοποιήσω,
I. 1. εφευρίσκω, πλάθω μύθους, κατασκευάζω ψευδείς ιστορίες, σε Πλάτ.
2. κατασκευάζω διηγήσεις, κυρίως λέγεται γι' αυτούς που διαδίδουν ειδήσεις, μεταδίδουν ψεύτικα νέα, σε Θουκ., Δημ., κ.λπ.
II. γράφω ρητορικούς λόγους, ομιλίες, (βλ. λογοποιός II), σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

λογοποιέω:
1) сочинять рассказы, составлять повести, писать (περί τινος Lys.);
2) выдумывать небылицы, измышлять, сплетничать (λ. οὔτε ὄντα οὔτε ἂν γενόμενα Thuc.): λ. τι κατά τινος Isocr. распускать ложные слухи про кого-л.;
3) составлять речи Plat.

Middle Liddell

λογοποιέω, fut. -ήσω
I. to invent stories, to write, compose, Plat.
2. to fabricate tales, of newsmongers, Thuc., Dem., etc.
II. to write speeches (v. λογοποιός II), Plat.