νοήμων
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, A thoughtful, intelligent, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Od.2.282, 3.133, cf. Eus.Mynd.20; of philosophers, Luc.Philops.34; νοήμονα τέκτονα χαλκοῦ Epigr.Gr.907.5 (Sinope). II in one's right mind, opp. παραφρονέων, Hdt.3.34.
Greek (Liddell-Scott)
νοήμων: -ον, γεν. -ονος, ὡς καὶ νῦν, ἔχων νοῦν, ἐπεὶ οὔτι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι Ὀδ. Β. 282., 3. 133· ἐπὶ τῶν φιλοσόφων, Λουκ. Φιλοψ. 34· τέκνων Συλλ. Ἐπιγρ. 4158. ΙΙ. ὁ τὸν νοῦν ὑγιής, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ παραφρονέων, Ἡρόδ. 3. 34.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
1 réfléchi, prudent, sage;
2 qui est dans son bon sens.
Étymologie: νοέω.
English (Autenrieth)
ονος: thoughtful, discreet. (Od.)
Greek Monolingual
ον, αρσ. και νοήμονας (Α νοήμων, -ον) νόημα
1. αυτός που έχει την ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να σκέπτεται
2. ευφυής, έξυπνος
3. συνετός, μυαλωμένος
νεοελλ.
φρ. «το νοήμον κοινό»
ειρων. το κοινό που, κατά βάθος, λίγα πράγματα καταλαβαίνει
αρχ.
1. ικανός, επιτήδειος, επιδέξιος
2. υγιής στο πνεύμα («οἴνῳ προσκείμενον παραφρονέειν καὶ οὐκ εἶναι νοήμονα», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
νοήμων: (νοέω), -ον, γεν. -ονος·
I. σκεπτικός, ευφυής, αυτός που διαθέτει νόηση, σε Ομήρ. Οδ.
II. αυτός που έχει σωστή κρίση, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
νοήμων: 2, gen. ονος
1) разумный, рассудительный, мудрый (ν. καὶ δίκαιος Hom.);
2) находящийся в здравом уме Her.
Middle Liddell
νοήμων, ονος, νοέω
I. thoughtful, intelligent, Od.
II. in one's right mind, Hdt.