ἀπολείβω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A let drip: hence, pour a libation, ἀπολλείψας Hes.Th. 793; δένδρον ἀπολεῖβον μέλι dropping honey, D.S.17.75; δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν Alciphr.3.21: metaph., ἴχνη ὥραν ἀπολείβει Com.Adesp. 39:—Pass., drop or run down from, τινός Od.7.107; ἔραζε Hes.Sc. 174.
German (Pape)
[Seite 311] herabträufeln lassen, D. Sic. 17, 75; ausgießen, ἀπολείψας Hes. Th. 793. – Pass., herabträufeln, herabfließen, Od. 7, 107 καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον, vgl. Scholl.; Hes. Sc. 268.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολείβω: μέλλ. -ψω, στάζω τι, ἐντεῦθεν, ὡς τὸ ἀποσπένδω, ἀπολείψας (μετοχ. ἀορ. ἴδε Λοβ. Φρύν. 713) Ἡσ. Θ. 793· δένδρον ἀπολεῖβον μέλι, σταλάζον μέλι, Διόδ. 17. 75, πρβλ. Ἀλκίφρ. 3. 21· μεταφ., ἴχνη τὰ ἑταιρικὰ ὥραν ἀπολείβει Κωμ. Ἀνωνύμ. 39: ― Παθ., στάζω ἤ ῥέω κάτω, ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Ὀδ. Η. 107· αἷμ’ ἀπελείβετ’ ἔραζε Ἡσ. Ἀσπ. 174.
French (Bailly abrégé)
laisser tomber goutte à goutte ; Pass. tomber goutte à goutte de, gén..
Étymologie: ἀπό, λείβω.
English (Autenrieth)
only pres. mid. ἀπολείβεται, trickles off, Od. 7.107†.
Spanish (DGE)
1 intr. en v. med. manar, gotear de καιροσέων δ' ὀθονέων ἀπολείβεται ὑγρὸν ἔλαιον Od.7.107, ἐκ δὲ παρειῶν αἷμ' ἀπελείβετ' Hes.Sc.268, cf. 174.
2 tr. en v. act. destilar, derramar δένδρον ... ἀπὸ δὲ τῶν φύλλων ἀπολεῖβον μέλι D.S.17.75, ἐγὼ δὲ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν ἀπολείβω Alciphr.2.18.2
•abs. derramar haciendo una libación ὅς κεν τῆς (el agua de la Estigia) ἐπίορκον ἀπολλείψας ἐπομόσσῃ Hes.Th.793, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀπολείβω (Α) λείβω
στάζω σταγόνα - σταγόνα.
Greek Monotonic
ἀπολείβω: μέλ. -ψω, αφήνω κάτι να στάξει, σταλάζω, προσφέρω σπονδή, σε Ησίοδ. — Παθ., στάζω ή ρέω προς τα κάτω από, τινός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολείβω:
1) источать по каплям (μέλι Diod.); med. струиться по каплям, капать Hom., Hes.;
2) совершать возлияние Hes.
Middle Liddell
to let drop off, to pour a libation, Hes.:—Pass. to drop or run down from, τινός Od.