ἀνεμπόδιστος

From LSJ
Revision as of 20:00, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμπόδιστος Medium diacritics: ἀνεμπόδιστος Low diacritics: ανεμπόδιστος Capitals: ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anempódistos Transliteration B: anempodistos Transliteration C: anempodistos Beta Code: a)nempo/distos

English (LSJ)

ον, A unhindered, ἐνέργεια Arist.EN1153a15; βίος Pol.1295a37. Adv. -τως D.S.1.36, PFlor.370.17 (ii A.D.), Jul.Or.6.193d. 2 not obscured, clear, Procl.Hyp.4.92. Adv. -τως ib.88. II Act., offering no impediment, πρός τι Arist.PA663b11.

German (Pape)

[Seite 223] ungehindert, frei, Arist. Nicom. 7, 12, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμπόδιστος: -ον, ὁ μὴ ἐμποδιζόμενος, ὁ ἄνευ ἐμποδίου, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 13, 2, Πολιτικ. 4. 11, 3: - Ἐπιρρ. -τως Διόδ. 1. 36. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μηδὲν ἐμπόδιον ἢ κώλυμα παρέχων, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 3. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non empêché, libre.
Étymologie: , ἐμποδίζω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no obstaculizado, no impedido, libre, ἐνέργεια Arist.EN 1153a15, ἀρετή Arist.Pol.1295a37, φορά Democr.A 162 (= Thphr.CP 2.11.8), ἀναχωρήσεις Plb.10.11.3, ἔργα LXX Sap.17.19, αἰτία Plu.2.568d, τὸ ἡγεμονικόν M.Ant.7.16
de pers. IGLS 1.129 (Comagene I a.C.).
2 no oscurecido, claro ἀήρ Procl.Hyp.4.92.
II que no estorba de los cuernos de los toros, Arist.PA 663b11.
III adv. -ως
1 sin impedimento, libremente, ilimitadamente ἀνεμποδίστως ἀπολαύοντες D.S.1.36, κινεῖσθαι Hero Aut.26.9, cf. Plot.6.8.6, A.D.Pron.72.25, I.AI 16.172, Corn.ND 15, POxy.2664.8, 2236.27, 2270.7, IFayoum 114.43, Ign.Rom.1.2.
2 claramente Procl.Hyp.4.88.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεμπόδιστος, -ον)
μη εμποδιζόμενος, αμπόδιστος, ακώλυτος
αρχ.
εκείνος που δεν δημιουργεί κανένα εμπόδιο, που δεν εμποδίζει.

Greek Monotonic

ἀνεμπόδιστος: -ον (ἐμποδίζω), αυτός που δεν έχει εμπόδιο, ανεμπόδιστος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμπόδιστος:
1) не встречающий препятствий, беспрепятственный (ἐνέργεια Arst.);
2) не препятствующий (πρὸς τὴν κίνησιν Arst.).

Middle Liddell

ἐμποδίζω
unembarrassed, Arist.