ἐξαναγιγνώσκω

From LSJ
Revision as of 11:03, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαναγιγνώσκω Medium diacritics: ἐξαναγιγνώσκω Low diacritics: εξαναγιγνώσκω Capitals: ΕΞΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ
Transliteration A: exanagignṓskō Transliteration B: exanagignōskō Transliteration C: eksanagignosko Beta Code: e)canagignw/skw

English (LSJ)

A read through, Plu.Cat.Mi.68, Cic.27, etc.

German (Pape)

[Seite 868] (γιγνώσκω), aus-, durchlesen; ἐξαναγνούς πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath. III, 83 b; τὸ βιβλίον Plut. Cst. min. 68; γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Cc. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαναγιγνώσκω: ἀναγιγνώσκω ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους, Πλουτ. Κάτων Νεωτ. 68, Κικ. 27, κτλ.

French (Bailly abrégé)

f. ἐξαναγνώσομαι;
lire jusqu’au bout.
Étymologie: ἐξ, ἀναγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

leer hasta el final τὸ βιβλίον Plu.Cat.Mi.68, γράμματα Plu.Cic.27, πάντα τὰ ὑπομνήματα Ath.83b.

Greek Monolingual

ἐξαναγιννώσκω (Α)
διαβάζω ένα κείμενο από την αρχή ώς το τέλος («ἐξαναγνοὺς τὸ βιβλίον», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐξαναγιγνώσκω: μέλ. -γνώσομαι, διαβάζω κάτι ολόκληρο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαναγιγνώσκω: прочитывать, зачитывать, оглашать (γράμματα πρὸς τὴν σύγκλητον Plut.).

Middle Liddell

fut. -γνώσομαι
to read through, Plut.