εὐπρόσοιστος

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρόσοιστος Medium diacritics: εὐπρόσοιστος Low diacritics: ευπρόσοιστος Capitals: ΕΥΠΡΟΣΟΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euprósoistos Transliteration B: euprosoistos Transliteration C: efprosoistos Beta Code: eu)pro/soistos

English (LSJ)

ον, A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.

Greek Monolingual

εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολοςευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].

Greek Monotonic

εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρόσοιστος: легко доступный, легкий (ἔκβασις Eur.).

Middle Liddell

εὐ-πρόσοιστος, ον
easy of approach: generally, easy, Eur.