ἐξαποξύνω
From LSJ
English (LSJ)
A sharpen well, E.Cyc.456 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 871] ganz zuspitzen, Eur. Cycl. 456.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποξύνω: ἐπὶ ξύλου, κάμνω τὴν ἄκραν αὐτοῦ ὀξεῖαν, «μυτερήν», ἀκρεμὼν ἐλαίας, ἔστιν ἐν δόμοισί τις, ὃν φασγάνῳ τῷδ’ ἐξαποξύνας ἄκρον, ἐς πῦρ καθήσω Εὐρ. Κύκλ. 456.
French (Bailly abrégé)
aiguiser tout à fait.
Étymologie: ἐξ, ἀποξύνω.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
afilar bien φασγάνῳ τῷδ' ἐξαποξύνας ἄκρον tras afilar bien con esta espada la punta de un tronco de olivo, E.Cyc.456.
Greek Monolingual
ἐξαποξύνω (Α)
κάνω κάτι τελείως οξύ.
Greek Monotonic
ἐξαποξύνω: [ῡ], ακονίζω, τροχίζω καλά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποξύνω: хорошо заострять (φασγάνῳ τι Eur.).
Middle Liddell
to sharpen well, Eur.