παρενείρω

From LSJ
Revision as of 14:50, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3, $4:")

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρενείρω Medium diacritics: παρενείρω Low diacritics: παρενείρω Capitals: ΠΑΡΕΝΕΙΡΩ
Transliteration A: pareneírō Transliteration B: pareneirō Transliteration C: pareneiro Beta Code: parenei/rw

English (LSJ)

A put in by the side, τὴν χεῖρα Sor.2.60 : metaph., ἑαυτὸν εἰς πάντα π. intrude oneself into everything, Plu.2.793d; τῷλόγῳ περιττὰς προτάσεις Alex.Aphr. in Top.521.34, cf. Eust.7.39.

German (Pape)

[Seite 516] (εἴρω), daneben einreihen, einschalten, Ath. IV, 190 b u. a. Sp.; ἑαυτὸν εἰς πάντα, sich in Alles einmischen, neben καταμιγνὺς εἰς πάντα, Plut. an seni ger. resp. 18.

Greek (Liddell-Scott)

παρενείρω: παρεισάγω, εἰς πάντα παρενείρων ... ἑαυτόν, παρεισάγων ἑαυτὸν εἰς πᾶν πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 793D· τι τῷ λόγῳ Εὐστ. 7. 39· τι μεταξὺ τῶν λόγων Ἄννα Κομν. 1. 338. - Κατὰ Σουΐδ.: «παρενείρει, παρεμβάλλει, ἤγουν λέγει».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
παρεμβάλλω, παρενθέτω («τῷ λόγῳ περιττὰς προτάσεις παρενείρειν», Αλέξ. Αφρ.)
αρχ.
1. παρεισάγω («παρενείρειν χεῖρα», Σωρ.)
2. φρ. «ἑαυτὸν εἰς πάντα παρενείρων» — παρεμβάλλοντας τον εαυτόν του σε κάθε πράγμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐνείρω «συμπλέκω, συναρμόζω, τοποθετώ μέσα»].

Russian (Dvoretsky)

παρενείρω: вводить, вставлять, вносить: ἑαυτὸν εἰς πάντα π. Plut. вмешиваться во все.