Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κροκοβαφής

From LSJ
Revision as of 14:57, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκοβᾰφής Medium diacritics: κροκοβαφής Low diacritics: κροκοβαφής Capitals: ΚΡΟΚΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: krokobaphḗs Transliteration B: krokobaphēs Transliteration C: krokovafis Beta Code: krokobafh/s

English (LSJ)

ές, = κροκόβαπτος (saffron-dyed, dyed in saffron, saffron-colored, saffron-coloured), Sch. Pi. N. 1.58 ; metaph, ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κ. σταγών the sallow, sickly blood-drop such as might be supposed to run to the heart of dying men, A. Ag. 1121 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1511] ές, dasselbe; χλαμύς Philostr. p. 888. – Auch σταγών, Aesch. Ag. 1092, vom bleich gewordenen Blute der Furchterfüllten.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint avec du safran, de couleur jaune.
Étymologie: κρόκος, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές (Α κροκοβαφής, -ές)
κροκόβαπτος
αρχ.
κιτρινωπός, ωχρός («ἐπὶ δὲ καρδίαν κροκοβαφὴς δράμε σταγών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + βαφής < βάπτω (πρβλ. καρνοβαφής, κοκκοβαφής].

Greek Monotonic

κροκοβᾰφής: -ές, = το προηγ.· μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, στην καρδιά μου έσταξε η χλωμή, νοσηρή σταγόνα του αίματος (που προμηνύει θάνατο), σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κροκοβᾰφὴς: -ές, = τῷ προηγ., Φιλόστρ. 888· ― μεταφ., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών, ἡ κιτρινωπὴ καὶ νοσώδης σταγὼν αἵματος οἵαν δύναται νὰ φαντασθῇ τις ὡς ἐπιρρέουσαν εἰς τὴν καρδίαν τοῦ θνήσκοντος ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1121· ἴδε ἐν λέξ. κρόκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκοβαφής -ές [κρόκος] saffraankleurig:. κ. σταγών saffraankleurige druppel Aeschl. Ag. 1121.

Russian (Dvoretsky)

κροκοβᾰφής: пожелтевший, желтый: κ. σταγών Aesch. обесцвеченная, т. е. застывшая от ужаса, кровь.

Middle Liddell

κροκο-βᾰφής, ές = κροκόβαπτος
metaph., ἐπὶ δὲ καρδίαν ἔδραμε κρ. σταγών to my heart ran the sallow, sickly blood-drop (that precedes death), Aesch.