γημόρος

From LSJ
Revision as of 16:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον → man is by nature a political animal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γημόρος Medium diacritics: γημόρος Low diacritics: γημόρος Capitals: ΓΗΜΟΡΟΣ
Transliteration A: gēmóros Transliteration B: gēmoros Transliteration C: gimoros Beta Code: ghmo/ros

English (LSJ)

ὁ, Dor. and Trag. γᾱμόρος, Trag.Adesp.208 (s.v.l.), A.Supp.613, A PLond.ined.2134 (ii A. D.); cf. τῆσδε γαμόρῳ χθονός (Dobree for τῇ δέ γ' ἀμοίρου) A.Eu.890; Att. γεωμόρος, (γῆ, μείρομαι):—one who has a share of land, landowner: οἱ γαμόροι, in Sicily, the wealthy landowners, Hdt.7.155: at Argos, A.Supp. l.c.; at Athens, γεωμόροι landowners, large or small, opp. εὐπατρίδαι, δημιουργοί, Arist.Ath. Fr.2, Pl.Lg.737e, etc. 2 γεωμόροι, οἱ, = Lat. tresviri agris dividundis, D.H.9.52. 3 metaph. of Ἅιδης, Trag.Adesp. l.c. II as adjective, dividing earth, i.e. ploughing, βοῦς A.R.1.1214; γεωμόρος τέχνα IG9(1).880 (Corc.).

German (Pape)

[Seite 489] ὁ, = γεωμόρος, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

γημόρος: ὁ, Δωρ. καὶ Τραγ. γᾱμόρος Αἰσχύλ. Ἱκ. 613 καὶ (ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobree) τῆσδε γαμόρῳ χθονὸς ἀντὶ τῇ δέ γ’ ἀμοίρου, ὁ αὐτ. Εὐμ. 890, πρβλ. γάπεδον· Ἀττ. γεωμόρος· ― ὁ ἔχων μερίδιόν τι γῆς, ὁ κτηματικός· ἐν ταῖς δωρικαῖς πολιτείαις τῆς Σικελίας οἱ πλούσιοι πολῖται ἐκαλοῦντο οἱ γαμόροι, Ἡρόδ. 7. 155, πρβλ. Valck. εἰς 6. 22· καὶ οὕτως ἐν Ἄργει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐνῷ ἐν Ἀθήναις γεωμόροι ἦσαν πάντες οἱ ἔχοντες ὡς κτῆμα γῆν εἴτε πολλὴν εἴτε ὀλίγην, κατ’ ἀντίθεσιν ἔνθεν μὲν πρὸς τοὺς εὐπατρίδας, ἔνθεν δὲ πρὸς τοὺς δημιουργούς, Πλάτ. Νόμ. 737Ε, πρβλ. Θουκ. 8. 21, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346. 2) οἱ γεωμόροι, οἱ παρὰ Ρωμαίοις triumviri agris dividundis, Διον. Ἁλ. 9. 25. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὁ διαιρῶν τὴν γῆν, δηλ. ἀροτριῶν, βοῦς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1214 · γεωμόρος τέχνα Ἐπιγρ. Κερκ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1907. 8.

Greek Monolingual

ο (Α)
βλ. γεωμόρος.

Greek Monotonic

γημόρος: ὁ (μείρομαι), Δωρ. και Τραγ. γᾱ-μόρος, Αττ. γεω-μόρος· αυτός που είναι κάτοχος ενός μεριδίου γης, ο ιδιοκτήτης γης· οἱ γημόροι, οι γαιοκτήμονες, οι κτηματίες, Λατ. optimᾱtes, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

μείρομαι
one who has a share of land, a landowner: οἱ γ., the landowners, landlords, Lat. optimates, Hdt.