σπειρίον

From LSJ
Revision as of 18:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπειρίον Medium diacritics: σπειρίον Low diacritics: σπειρίον Capitals: ΣΠΕΙΡΙΟΝ
Transliteration A: speiríon Transliteration B: speirion Transliteration C: speirion Beta Code: speiri/on

English (LSJ)

τό, Dim. of σπεῖρον, A light summer garment, X.HG4.5.4. II Dim. of σπεῖρα 1.8, base-moulding of a column, Hero Aut.3.1. III (cf. σπεῖρα 1.3 fin.) ring-shaped mat, ἐξ ἀρτεμισίας PMag.Par.1.1088, cf. 1096.

German (Pape)

[Seite 919] τό dim. von σπεῖρον, Xen. Hell. 4, 5, 4, von leichten Sommerkleidern.

Greek (Liddell-Scott)

σπειρίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπεῖρον, ἐλαφρόν, θερινὸν ἱμάτιον, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ σπεῖρα (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite bande de toile, vêtement léger.
Étymologie: σπεῖρον.

Spanish

tapete de forma circular

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α σπεῑρα
μικρή σπείρα, κόσμημα στη βάση ιωνικού κίονα.
(II)
τὸ, Α
μικρό σπεῑρον, ελαφρό καλοκαιρινό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < σπεῖρον. Η σημ. της λ. «καλοκαιρινό ένδυμα» θα επέτρεπε τη διόρθωση της λ. σε σείρια (< Σείριος)].

Greek Monotonic

σπειρίον: τό, υποκορ. του σπεῖρον, ελαφρύ, θερινό ένδυμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σπειρίον: τό летняя накидка, легкое платье Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπειρίον -ου, τό [σπεῖρον] demin. licht zomerkleed.

Middle Liddell

σπειρίον, ου, τό, [Dim. of σπεῖρον
a light, summer-garment, Xen.