δυσμενέων

From LSJ
Revision as of 19:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμενέων Medium diacritics: δυσμενέων Low diacritics: δυσμενέων Capitals: ΔΥΣΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: dysmenéōn Transliteration B: dysmeneōn Transliteration C: dysmeneon Beta Code: dusmene/wn

English (LSJ)

participial form, only masc., A bearing ill-will, hostile, Od.2.72; δυσμενέοντες ib.73, 20.314.

German (Pape)

[Seite 683] οντος, feindlich gesinnt, einzeln stehendes particip., verhält sich zu δυσμενής wie ὑπερμενέων zu ὑπερμενής. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 δυσμενέων, 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμενέων: μετοχικὸς τύπος ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, ἐχθρός, Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες αὐτόθι 73, Υ. 314.

French (Bailly abrégé)

part. prés. masc. de l’inusité *δυσμενέω, c. δυσμεναίνω : mécontent, fâché.

Greek Monotonic

δυσμενέων: μτχ. τύπος που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικά διακείμενος, εχθρικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμενέων: 2, οντος Hom. = δυσμενής I.

Middle Liddell

[a participial form only in masc.]
bearing ill-will, hostile, Od. [from δυσμενής