θάψινος

From LSJ
Revision as of 19:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάψῐνος Medium diacritics: θάψινος Low diacritics: θάψινος Capitals: ΘΑΨΙΝΟΣ
Transliteration A: thápsinos Transliteration B: thapsinos Transliteration C: thapsinos Beta Code: qa/yinos

English (LSJ)

η, ον, A yellow-coloured, yellow, sallow, γυνή Ar.V.1413; κρόκη IG12.330.17; χρῶμα Plu.Phoc.28; χιτών Callix.2.

German (Pape)

[Seite 1189] gelb gefärbt; χιτών Ath. III, 198 f; Plut. Phoc. 28; übertr., blaß, γυνή Ar. Vesp. 1413.

Greek (Liddell-Scott)

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρίνου χρώματος, κίτρινος, ὠχρός, γυνὴ Ἀριστοφ. Σφ. 1413· χρῶμα Πλούτ. Φωκ. 28· χιτὼν Ἀθήν. 198F, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
jaune.
Étymologie: θάψος.

Greek Monolingual

θάψινος, -η -ον (Α) θάψος
αυτός που έχει κίτρινο χρώμα, κίτρινος, ωχρόςθάψινος γυνή», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάψος, αρχ. ονομασία φυτού από το ξύλο του οποίου κατασκευαζόταν κίτρινη βαφή].

Greek Monotonic

θάψῐνος: -η, -ον, κιτρινόχρωμος, ωχρός, κίτρινος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θάψῐνος:
1) желтый (χρῶμα Plut.);
2) желтый как воск, изжелта-бледный (γυνή Arph.).

Middle Liddell

θάψῐνος, η, ον
yellow-coloured, yellow, sallow, Ar.