σιβύνη
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
[ῠ], ἡ, and σῐβύνης [ῠ], ου, ὁ, Alex.131 (fem.), AP7.421 (Mel.), 6.93 (Antip., masc.):—A hunting spear, and generally, spear, pike, D.S.18.27, 20.33:—also written ζιβύνη (q.v.), συβίνη, PCair.Zen.362.34 (iii B.C.), cf. [[συ[μ]βίνη[ς]]] (post συβήνη) · καπροβόλον, ἐμβόλιον, Hsch., but σιγύνης [ῡ] is prob. not related. (Illyrian acc. to Fest.p.453 L., citing Ennius.)
German (Pape)
[Seite 877] ἡ, = σιγύνη; Alexis bei Poll. 10, 144; Ath. XII, 537 e; Mel. 128 (VII, 421); D. Sic. 20, 33. – Υ wird auch kurz gebraucht.
Greek (Liddell-Scott)
σῐβύνη: ἡ, καὶ σῐβύνης [ῡ], ου, ὁ, Ἄλεξ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 3, Ἀνθ. Π. 7. 421, αὐτόθι 6. 93· ― θηρευτικὴ λόγχη, καὶ καθόλου, λόγχη, δόρυ, Διόδ. 18. 27., 20. 33· ― ὑποκορ. σιβύνιον, τό, Πολύβ. 6. 23, 9, Ἡσύχ. Πρβλ. ζιβύνη, σιγύνης, συβήνη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. σιγύνης.
Étymologie: DELG emprunt, malgré la finale -ύνη qui se retrouve dans d’autres noms d’instruments.
Greek Monolingual
και συβίνη και συβήνη, ἡ, και σιβύνης, ὁ, Α
1. θηρευτική λόγχη
2. (κατ' επέκτ.) κάθε είδους λόγχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα -ύνη τών λ. που φανερώνουν όργανο (πρβλ. κορ-ύνη, τορ-ύνη). Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το αντίστοιχο λατ. sibyna / sybina, που θεωρήθηκε ιλλυρικό δάνειο. Κατά τον Ηρόδοτο, η λ. σιβύνη είναι κυπριακός τ., ενώ, κατ' άλλους, ανάγεται σε θρακοφρυγική ρίζα και συνδέεται με τα: περσ. zōpīn (πρβλ. ζιβύνη), αρμεν. sәvīn, συρ. swbyn με σημ. «λόγχη»].
Greek Monotonic
σῐβύνη: ἡ και σῐβύνης[ῠ], -ου, ὁ, κυνηγετικό δόρυ, δόρυ, αιχμή του δόρατος, σε Ανθ.· υποκορ. σιβύνιον, τό, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
σῐβύνη: (ῡ) ἡ охотничье копье, рогатина Diod., Anth.
Middle Liddell
σῐβύνη, ἡ,
a hunting spear, a spear, pike, Anth.
Frisk Etymology German
σιβύνη: {sibŭ́nē}
Forms: -ης m. (Alex., D.S., AP), mit Metathese συβίνη (Pap. IIIa), auch ζιβύνη (LXX, Ph. Bel.)
Grammar: f.,
Meaning: Jagdspieß, Wurfspieß.
Derivative: Demin. σιβύνιον n. (Plb., ζι- H.).
Etymology: Bildung wie κορύνη, τορύνη u. andere Gerätenamen; mask. -ύνης wie ἀκινάκης. Nach Fest. 453 illyrisch. Urspr. thrak.-phryg.?; vgl. pers. zōpīn, arm. səvīn, syr. swbyn Spieß. Lat. LW sibyna (sub-, syb-; seit Enn.); W.-Hofmann s.v. m. Lit. —Vgl. σιγύν(ν)ης.
Page 2,700