ἐπιτολή
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ἡ, (ἐπιτέλλω (B)) A the rising of a star, ἄστρων E.Ph.1116 (pl.), cf. Archyt.I, Ptol.Alm.8.4: hence, the season of a star's appearance in the heavens, Hp.Aër.2, Thphr.CP2.19.4, etc.; Ἀρκτούρου Th. 2.78 (pl.); Κυνός Arist.HA602a26; τῆς Πλειάδος Plb.4.37.2; later of the sun or moon, App.BC5.90, Philostr.VA6.4 (pl.), Artem.1.3 (pl.):—as explained by Gem.13.3, ἐ.=rising (ἀνατολή) of a star as the sun rises or sets (ἐ. ἀληθινή, ἑῴα ἢ ἑσπερία), or just before sunrise or after sunset (ἐ. φαινομένη). 2 rising of the wind, Palaeph. 17 (pl., s.v.l.); rise or source of a river, or perhaps=ἐπιπολή 1.1, dub.l.in GDI 5075.52 (Latos).
German (Pape)
[Seite 994] ἡ (s. ἐπιτέλλω), der Aufgang der Gestirne, im plur. ἄστρων, Eur. Phoen. 1116; περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς, der Spätaufgang, in der Abenddämmerung, Thuc. 2, 78; κυνός Arist. H. A. 8, 19 u. öfter; Sp. auch von der Sonne, wie Polvacu. 7, 12; App. B. C. 5, 90; Philost. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 125 u. ἀνατολή, – Auch ἀνέμων, Palaephat. 18, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτολή: ἡ, (ἐπιτέλλω ΙΙ) ἡ πρὸς τὸν ὁρίζοντα ἐμφάνισις ἀστέρος, ἄστρων Εὐρ. Φοίν. 1116· ἰδίως ὅταν ᾖ ὁρατός, δηλ. ὅταν συμβαίνῃ νὰ ὁρᾶται μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἐντεῦθεν: ἡ περίοδος τῆς ἐμφανίσεως ἀστέρος τινὸς ἐν τῷ οὐρανῷ, Ἱππ. π. Ἀερ. 281, Θεόφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4, κτλ.· Ἀρκτούρου Θουκ. 1. 78· Κυνὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11· τῆς Πλειάδος Πολύβ. 4. 37, 2: μεταγεν. ἐπὶ τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 90, Πλούτ. 2. 889Ε, Ἀρτεμίδ. 1. 3· πρβλ. ἀνατολή. 2) ἔγερσις ἀνέμου, Παλαίφ. 18. 2· ἡ ἀρχὴ ἢ πηγὴ ποταμοῦ, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
lever d’un astre.
Étymologie: ἐπιτέλλω.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτολή) επιτέλλω
ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα
αρχ.-μσν.
εντολή, διαταγή
αρχ.
1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.)
2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως πριν από την ανατολή ή μετά τη δύση του ηλίου
3. φρ. α) «ἐπιτολαὶ ἀνέμων» — έγερση ανέμου
β) «ἐπιτολαὶ ποταμοῦ» — πηγή.
Greek Monotonic
ἐπιτολή: ἡ (ἐπιτέλλωII), έγερση, εμφάνιση, ανατολή άστρου, σε Ευρ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτολή: ἡ (о небесных светилах) восход (ἄστρων Eur.; Ἀρκτούρου Thuc.; Πλειάδος Arst.).